διαβατέος: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que ha de ser atravesado]] ποταμός X.<i>An</i>.2.4.6, τὸ νάπος X.<i>An</i>.6.5.12. | |dgtxt=-α, -ον<br />[[que ha de ser atravesado]] ποταμός X.<i>An</i>.2.4.6, τὸ νάπος X.<i>An</i>.6.5.12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qu’on peut traverser.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαβαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβᾰτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ὀφείλει τις νὰ διαβῇ ἢ περάση, ποταμὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6· [[νάπος]] [[αὐτόθι]] 6. 5, 12. | |lstext='''διαβᾰτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ὀφείλει τις νὰ διαβῇ ἢ περάση, ποταμὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6· [[νάπος]] [[αὐτόθι]] 6. 5, 12. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:40, 1 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A that must be crossed or passed through, ποταμός X.An.2.4.6; νάπος ib.6.5.12. II διαβατέον one must cross, Plb. 5.51.5, Plu.Luc.31, etc.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que ha de ser atravesado ποταμός X.An.2.4.6, τὸ νάπος X.An.6.5.12.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’on peut traverser.
Étymologie: adj. verb. de διαβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
διαβᾰτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ὀφείλει τις νὰ διαβῇ ἢ περάση, ποταμὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6· νάπος αὐτόθι 6. 5, 12.
Greek Monotonic
διαβᾰτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει διαβατός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαβᾰτέος: [adj. verb. к διαβαίνω
1) переходимый, доступный для переправы (ποταμός Xen.);
2) проходимый (τὸ νάπος Xen.).
Middle Liddell
διαβᾰτέος, η, ον verb. adj. of διαβαίνω
that can be crossed or passed through, Xen.