θηητήρ: Difference between revisions
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1206.png Seite 1206]] ῆρος, ὁ, ep. = [[θεατής]], Hom. τόξων, Od. 21, 397, Beschauer u. Kenner, Schol. [[θαυμαστικός]], [[ἔμπειρος]]. Auch Perict. Stob. fl. 85, 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1206.png Seite 1206]] ῆρος, ὁ, ep. = [[θεατής]], Hom. τόξων, Od. 21, 397, Beschauer u. Kenner, Schol. [[θαυμαστικός]], [[ἔμπειρος]]. Auch Perict. Stob. fl. 85, 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui regarde avec admiration, gén..<br />'''Étymologie:''' [[θηέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηητήρ''': ῆρος, ὁ, Ἰων. ἀντὶ [[θεατής]], ὁ θεώμενος, θαυμάζων, θ. τόξων Ὀδ. Φ. 397· ἀκρασίης Περικτιόνη παρὰ Στοβ. 488. 7. | |lstext='''θηητήρ''': ῆρος, ὁ, Ἰων. ἀντὶ [[θεατής]], ὁ θεώμενος, θαυμάζων, θ. τόξων Ὀδ. Φ. 397· ἀκρασίης Περικτιόνη παρὰ Στοβ. 488. 7. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 19:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, Ion. for θεατής, one who gazes at, an admirer, θ. τόξων Od.21.397; ἀκρασίης Perict. ap. Stob.4.28.19.
German (Pape)
[Seite 1206] ῆρος, ὁ, ep. = θεατής, Hom. τόξων, Od. 21, 397, Beschauer u. Kenner, Schol. θαυμαστικός, ἔμπειρος. Auch Perict. Stob. fl. 85, 19.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui regarde avec admiration, gén..
Étymologie: θηέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
θηητήρ: ῆρος, ὁ, Ἰων. ἀντὶ θεατής, ὁ θεώμενος, θαυμάζων, θ. τόξων Ὀδ. Φ. 397· ἀκρασίης Περικτιόνη παρὰ Στοβ. 488. 7.
English (Autenrieth)
(θηέομαι): beholder, i. e. fancier; τόξων, Od. 21.397†.
Greek Monolingual
θηητήρ, -ος ὁ (Α) θηέομαι
αυτός που βλέπει με θαυμασμό κάτι («θηητὴρ τόξων»).
Greek Monotonic
θηητήρ: -ῆρος, ὁ, Ιων. αντί θεατής, αυτός που παρατηρεί προσεκτικά, αυτός που ατενίζει, θαυμαστής, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
θηητήρ: ῆρος ὁ любитель, знаток (τόξων Hom.).
Middle Liddell
θηητήρ, ῆρος, [ionic for θεατής,]
one who gazes at, an admirer, Od.