καλλιγραφία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1309.png Seite 1309]] ἡ, das Schönschreiben, Malen, Plut. Pyth. or. 7, auch der schöne Styl, ἡ ἐν τοῖς μέλεσι καλλ. conjug. praec. extr.; D. L. 3, 66.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1309.png Seite 1309]] ἡ, das Schönschreiben, Malen, Plut. Pyth. or. 7, auch der schöne Styl, ἡ ἐν τοῖς μέλεσι καλλ. conjug. praec. extr.; D. L. 3, 66.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> belle écriture;<br /><b>2</b> beau style.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[γράφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιγρᾰφία''': ἡ, ὡραῖον γράψιμον, καὶ καλὸν [[ὕφος]], πρβλ. Πλούτ. 2. 397C πρὸς 145F, καὶ ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 3088.
|lstext='''καλλιγρᾰφία''': ἡ, ὡραῖον γράψιμον, καὶ καλὸν [[ὕφος]], πρβλ. Πλούτ. 2. 397C πρὸς 145F, καὶ ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 3088.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> belle écriture;<br /><b>2</b> beau style.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[γράφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιγρᾰφία Medium diacritics: καλλιγραφία Low diacritics: καλλιγραφία Capitals: ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: kalligraphía Transliteration B: kalligraphia Transliteration C: kalligrafia Beta Code: kalligrafi/a

English (LSJ)

ἡ, beautiful writing, whether of the characters or the style, cf. Plu. 2.397c with 145f; as a subject of competition in schools, good handwriting, CIG3088 (Teos): in plural, elegances of style, D.L.3.66.

German (Pape)

[Seite 1309] ἡ, das Schönschreiben, Malen, Plut. Pyth. or. 7, auch der schöne Styl, ἡ ἐν τοῖς μέλεσι καλλ. conjug. praec. extr.; D. L. 3, 66.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 belle écriture;
2 beau style.
Étymologie: καλός, γράφω.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιγρᾰφία: ἡ, ὡραῖον γράψιμον, καὶ καλὸν ὕφος, πρβλ. Πλούτ. 2. 397C πρὸς 145F, καὶ ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 3088.

Greek Monolingual

η (AM καλλιγραφία) καλλιγραφώ
ωραίος τύπος γραφής με σύμμετρα και κανονικά γράμματα, διαστήματα κ.λπ.
νεοελλ.
το μάθημα κατά το οποίο διδάσκεται συστηματικά η καλλιγραφία
νεοελλ.-μσν.
η τέχνη ή η ικανότητα να γράφει κανείς ωραία και περίτεχνα γράμματα
αρχ.
το προσεγμένο ύφος, η γλαφυρότητα του λόγου.

Russian (Dvoretsky)

καλλιγρᾰφία:
1) красивое письмо, изящный почерк Plut.;
2) прекрасный слог Plut.;
3) красиво написанное произведение Diog. L.