κακόμαντις: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] εως, ὁ, Unglücksprophet, Ap. Rh. 3, 935; adj., Böses weissagend, [[Ἐρινύς]] Aesch. Spt. 704, [[θυμός]] Pers. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] εως, ὁ, Unglücksprophet, Ap. Rh. 3, 935; adj., Böses weissagend, [[Ἐρινύς]] Aesch. Spt. 704, [[θυμός]] Pers. 10.
}}
{{bailly
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />prophète de malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μάντις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κακόμαντις''': -εως, ὁ, ἡ, [[μάντις]] κακῶν, προφητεύων τὸ κακόν, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 724· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 10· ἀπολ., ἔρροις, ὦ κακόμαντι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 935.
|lstext='''κακόμαντις''': -εως, ὁ, ἡ, [[μάντις]] κακῶν, προφητεύων τὸ κακόν, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 724· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 10· ἀπολ., ἔρροις, ὦ κακόμαντι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 935.
}}
{{bailly
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />prophète de malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μάντις]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμαντις Medium diacritics: κακόμαντις Low diacritics: κακόμαντις Capitals: ΚΑΚΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: kakómantis Transliteration B: kakomantis Transliteration C: kakomantis Beta Code: kako/mantis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, A prophet of evil, Ἐρινύς A.Th.722 (lyr.); θυμός Id.Pers.10 (anap.). II abs., sorry prophet, A.R.3.936.

German (Pape)

[Seite 1301] εως, ὁ, Unglücksprophet, Ap. Rh. 3, 935; adj., Böses weissagend, Ἐρινύς Aesch. Spt. 704, θυμός Pers. 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
prophète de malheurs.
Étymologie: κακός, μάντις.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, μάντις κακῶν, προφητεύων τὸ κακόν, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 724· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 10· ἀπολ., ἔρροις, ὦ κακόμαντι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 935.

Greek Monolingual

κακόμαντις, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που προφητεύει κακά, που μαντεύει συμφορές («κακόμαντις Ἐρινύς», Αισχύλ.)
2. κακός, δυσάρεστος προφήτης.

Greek Monotonic

κᾰκόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, προφήτης, μάντης κακών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμαντις: εως adj. вещающий несчастье, пророчащий беду (Ἐρινύς Aesch.): κ. θυμός Aesch. зловещее предчувствие.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόμαντις -εως, ὁ [κακός, μάντις] onheilsprofeet.

Middle Liddell

κᾰκό-μαντις, εως
prophet of ill or evil, Aesch.