μελίλωτον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0123.png Seite 123]] τό, auch μελίλωτος, ὁ, Melilotus, eine nach Honig riechende Kleeart; Arist. H. A. 9, 40; Theophr.; Philp. 1 (VII, 2) u. A.; vgl. Strab. XVII, 831. [Ι ist bei Nic. Ther. 987 in der Arsis lang.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0123.png Seite 123]] τό, auch μελίλωτος, ὁ, Melilotus, eine nach Honig riechende Kleeart; Arist. H. A. 9, 40; Theophr.; Philp. 1 (VII, 2) u. A.; vgl. Strab. XVII, 831. [Ι ist bei Nic. Ther. 987 in der Arsis lang.]
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />mélilot, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[λωτός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίλωτον''': τό, [[ὡσαύτως]] μελίλωτος, ὁ, [[εἶδος]] λωτοῦ (τριφυλλίου) ἔχοντος ὀσμὴν μέλιτος· κατὰ τὸν Sibthorp ἐν Ζακύνθῳ ὀνομάζεται νυχάκι, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 7, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 40, 49, Θεόφρ. κλ. ΙΙ. [[δένδρον]] τι κατὰ τὸν Στράβ. 831. [ῐ· ἀλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Νικ. Θ. 897.]
|lstext='''μελίλωτον''': τό, [[ὡσαύτως]] μελίλωτος, ὁ, [[εἶδος]] λωτοῦ (τριφυλλίου) ἔχοντος ὀσμὴν μέλιτος· κατὰ τὸν Sibthorp ἐν Ζακύνθῳ ὀνομάζεται νυχάκι, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 7, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 40, 49, Θεόφρ. κλ. ΙΙ. [[δένδρον]] τι κατὰ τὸν Στράβ. 831. [ῐ· ἀλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Νικ. Θ. 897.]
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />mélilot, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[λωτός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:28, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐλωτον Medium diacritics: μελίλωτον Low diacritics: μελίλωτον Capitals: ΜΕΛΙΛΩΤΟΝ
Transliteration A: melílōton Transliteration B: melilōton Transliteration C: meliloton Beta Code: meli/lwton

English (LSJ)

τό, Peripl.M.Rubr.49, and μελῐ-λωτος, ὁ, Sapph. Supp.25.14, Thphr. HP7.15.3:—A melilot, Trigonella graeca, a kind of clover, so called from the quantity of honey it contained, μ. ἀνθεμώδης Sapph. l.c., cf. Cratin.98, Arist. HA627a8, Thphr.l.c. 2 king's clover, Trigonella corniculata, Dsc.3.40. II a tree, acc. to Str.17.3.11. [ῐ: but ῑ Nic. Th.897.]

German (Pape)

[Seite 123] τό, auch μελίλωτος, ὁ, Melilotus, eine nach Honig riechende Kleeart; Arist. H. A. 9, 40; Theophr.; Philp. 1 (VII, 2) u. A.; vgl. Strab. XVII, 831. [Ι ist bei Nic. Ther. 987 in der Arsis lang.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mélilot, plante.
Étymologie: μέλι, λωτός.

Greek (Liddell-Scott)

μελίλωτον: τό, ὡσαύτως μελίλωτος, ὁ, εἶδος λωτοῦ (τριφυλλίου) ἔχοντος ὀσμὴν μέλιτος· κατὰ τὸν Sibthorp ἐν Ζακύνθῳ ὀνομάζεται νυχάκι, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 7, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 40, 49, Θεόφρ. κλ. ΙΙ. δένδρον τι κατὰ τὸν Στράβ. 831. [ῐ· ἀλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Νικ. Θ. 897.]

Greek Monotonic

μελίλωτον: τό, επίσης μελί-λωτος, είδος τριφυλλιού, πλούσιο σε μέλι, σε Κρατίν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μελίλωτον: (ῐ) τό бот. желтый донник (Melilotus cretica) Arst., Plut., Anth.

Middle Liddell

μελί-λωτον, ου, τό,
melilot, a kind of clover, rich in honey, Cratin., etc.