λευκίσκος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] ὁ, eine Fischart, Weißfisch, Hices. bei Ath. VII, 306 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] ὁ, eine Fischart, Weißfisch, Hices. bei Ath. VII, 306 e.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />able, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκίσκος''': ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε.
|lstext='''λευκίσκος''': ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />able, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λευκίσκος]]) [[λεύκος]]<br />[[γένος]] τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] cyprinidae.
|mltxt=ο (Α [[λευκίσκος]]) [[λεύκος]]<br />[[γένος]] τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] cyprinidae.
}}
}}

Revision as of 21:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκίσκος Medium diacritics: λευκίσκος Low diacritics: λευκίσκος Capitals: ΛΕΥΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: leukískos Transliteration B: leukiskos Transliteration C: lefkiskos Beta Code: leuki/skos

English (LSJ)

ὁ, a fish, white mullet, Hices. ap. Ath.7.306e, Gal.6.713.

German (Pape)

[Seite 33] ὁ, eine Fischart, Weißfisch, Hices. bei Ath. VII, 306 e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
able, poisson.
Étymologie: λευκός.

Greek (Liddell-Scott)

λευκίσκος: ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε.

Greek Monolingual

ο (Α λευκίσκος) λεύκος
γένος τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae.