κρόμυον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kro/muon
|Beta Code=kro/muon
|Definition=v. [[κρόμμυον]].
|Definition=v. [[κρόμμυον]].
}}
{{bailly
|btext=<i>poét. c.</i> [[κρόμμυον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρόμυον''': τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς [[προσφάγιον]], [[κρόμυον]] ποτῷ [[ὄψον]] Ἰλ. Λ. 630· ― [[μετέπειτα]] ἀείποτε [[κρόμμυον]], διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. [[συχνάκις]] γράφουσι [[κρόμυον]] δι’ ἑνὸς μ)· [[κελεύω]] κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν [[κελεύω]], Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων [[ἀγορά]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. [[σκόροδον]].
|lstext='''κρόμυον''': τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς [[προσφάγιον]], [[κρόμυον]] ποτῷ [[ὄψον]] Ἰλ. Λ. 630· ― [[μετέπειτα]] ἀείποτε [[κρόμμυον]], διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. [[συχνάκις]] γράφουσι [[κρόμυον]] δι’ ἑνὸς μ)· [[κελεύω]] κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν [[κελεύω]], Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων [[ἀγορά]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. [[σκόροδον]].
}}
{{bailly
|btext=<i>poét. c.</i> [[κρόμμυον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:54, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόμῠον Medium diacritics: κρόμυον Low diacritics: κρόμυον Capitals: ΚΡΟΜΥΟΝ
Transliteration A: krómyon Transliteration B: kromyon Transliteration C: kromyon Beta Code: kro/muon

English (LSJ)

v. κρόμμυον.

French (Bailly abrégé)

poét. c. κρόμμυον.

Greek (Liddell-Scott)

κρόμυον: τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς προσφάγιον, κρόμυον ποτῷ ὄψον Ἰλ. Λ. 630· ― μετέπειτα ἀείποτε κρόμμυον, διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. συχνάκις γράφουσι κρόμυον δι’ ἑνὸς μ)· κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν κελεύω, Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων ἀγορά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. σκόροδον.

English (Autenrieth)

onion.

Greek Monotonic

κρόμυον: τό, κρεμμύδι, σε Όμηρ.· μεταγεν. κρόμμυον, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρόμυον: τό эп. = κρόμμυον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόμυον, τό ep. Ion. voor κρόμμυον.

Middle Liddell

κρόμυον, ου, τό,
an onion, Hom.:—later κρόμμυον, Hdt., Ar.