μετανάστιος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] den [[μετανάστης]] betreffend, auswandernd, wegziehend; Νύμφαι μετανάστιοι, Ep. ad. (IX, 814); Nonn. D. 1, 110.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] den [[μετανάστης]] betreffend, auswandernd, wegziehend; Νύμφαι μετανάστιοι, Ep. ad. (IX, 814); Nonn. D. 1, 110.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μετανάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[μετανάστης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετανάστιος''': -ον, πλανώμενος, [[πλάνης]], Νόνν. Δ. 1. 110· Νύμφαι Ἀνθ. Π. 9. 814.
|lstext='''μετανάστιος''': -ον, πλανώμενος, [[πλάνης]], Νόνν. Δ. 1. 110· Νύμφαι Ἀνθ. Π. 9. 814.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μετανάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[μετανάστης]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετανάστιος Medium diacritics: μετανάστιος Low diacritics: μετανάστιος Capitals: ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΟΣ
Transliteration A: metanástios Transliteration B: metanastios Transliteration C: metanastios Beta Code: metana/stios

English (LSJ)

ον, wandering, Nonn.D.1.110; Νύμφαι AP9.814.

German (Pape)

[Seite 151] den μετανάστης betreffend, auswandernd, wegziehend; Νύμφαι μετανάστιοι, Ep. ad. (IX, 814); Nonn. D. 1, 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μετανάστης.
Étymologie: μετανάστης.

Greek (Liddell-Scott)

μετανάστιος: -ον, πλανώμενος, πλάνης, Νόνν. Δ. 1. 110· Νύμφαι Ἀνθ. Π. 9. 814.

Greek Monolingual

μετανάστιος, -ον (Α) μετανάστης
αυτός που περιπλανιέται από ένα μέρος σε άλλο, περιπλανώμενος, πλάνης.

Greek Monotonic

μετανάστιος: -ον, περιπλανώμενος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μετανάστιος: выселившийся, переселившийся (Νύμφαι Anth.).

Middle Liddell

μετανάστιος, ον [from μετανάστης
wandering, Anth.