μυρμηκίας: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] ὁ, [[λίθος]], Plin. H. N. 37, 10, ein Edelstein mit erhabenen schwarzen Stellen, wie Warzen; – χρυσὸς [[μυρμηκίας]], das nach der Fabel von den Ameisen in Indien gegrabene Gold.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] ὁ, [[λίθος]], Plin. H. N. 37, 10, ein Edelstein mit erhabenen schwarzen Stellen, wie Warzen; – χρυσὸς [[μυρμηκίας]], das nach der Fabel von den Ameisen in Indien gegrabene Gold.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ) :<br /><i>s.e.</i> [[λίθος]];<br />pierre précieuse tachetée de noir.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρμηκίας''': [[λίθος]], ὁ, πολύτιμός τις [[λίθος]], ἐφ’ οὗ ὑπάρχουσιν ἐξογκώματα ὅμοια πρὸς μυρμηκιὰν (τὸ [[ἐξάνθημα]]), Πλίν. 37. 63.
|lstext='''μυρμηκίας''': [[λίθος]], ὁ, πολύτιμός τις [[λίθος]], ἐφ’ οὗ ὑπάρχουσιν ἐξογκώματα ὅμοια πρὸς μυρμηκιὰν (τὸ [[ἐξάνθημα]]), Πλίν. 37. 63.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ) :<br /><i>s.e.</i> [[λίθος]];<br />pierre précieuse tachetée de noir.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρμηκίας]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> α) «[[μυρμηκίας]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με [[μυρμηγκιά]], με [[ακροχορδόνα]]<br />β) «[[μυρμηκίας]] [[χρυσός]]» — [[είδος]] χρυσού με μελανές εκφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i>, «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυκν</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[μυρμηκίας]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> α) «[[μυρμηκίας]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με [[μυρμηγκιά]], με [[ακροχορδόνα]]<br />β) «[[μυρμηκίας]] [[χρυσός]]» — [[είδος]] χρυσού με μελανές εκφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i>, «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυκν</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 22:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκίας Medium diacritics: μυρμηκίας Low diacritics: μυρμηκίας Capitals: ΜΥΡΜΗΚΙΑΣ
Transliteration A: myrmēkías Transliteration B: myrmēkias Transliteration C: myrmikias Beta Code: murmhki/as

English (LSJ)

λίθος, , a precious stone A with wart-like lumps upon it, Plin.HN37.174. II μ. χρυσός glod dug by μύρμηκες ΙΙ, Hld.10.26.

German (Pape)

[Seite 220] ὁ, λίθος, Plin. H. N. 37, 10, ein Edelstein mit erhabenen schwarzen Stellen, wie Warzen; – χρυσὸς μυρμηκίας, das nach der Fabel von den Ameisen in Indien gegrabene Gold.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
s.e. λίθος;
pierre précieuse tachetée de noir.
Étymologie: μύρμηξ.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκίας: λίθος, ὁ, πολύτιμός τις λίθος, ἐφ’ οὗ ὑπάρχουσιν ἐξογκώματα ὅμοια πρὸς μυρμηκιὰν (τὸ ἐξάνθημα), Πλίν. 37. 63.

Greek Monolingual

μυρμηκίας, ὁ (Α)
φρ. α) «μυρμηκίας λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με μυρμηγκιά, με ακροχορδόνα
β) «μυρμηκίας χρυσός» — είδος χρυσού με μελανές εκφύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος, «μυρμήγκι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. κυκν-ίας)].