μνημονευτός: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0194.png Seite 194]] dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0194.png Seite 194]] dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />dont on se souvient.<br />'''Étymologie:''' [[μνημονεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μνημονευτός''': -ή, -όν, ὃ δύναται ἢ ὃν πρέπει νὰ μνημονεύῃ τις, νὰ ἐνθυμῆται, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 25 καὶ 11, 8, π. Μνήμ. 1, 2 καὶ 2. | |lstext='''μνημονευτός''': -ή, -όν, ὃ δύναται ἢ ὃν πρέπει νὰ μνημονεύῃ τις, νὰ ἐνθυμῆται, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 25 καὶ 11, 8, π. Μνήμ. 1, 2 καὶ 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, that can be remembered: τὰ μ. objects of memory, Arist.Rh.1367a24, 1370b1, Mem.449b9,450a24.
German (Pape)
[Seite 194] dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on se souvient.
Étymologie: μνημονεύω.
Greek (Liddell-Scott)
μνημονευτός: -ή, -όν, ὃ δύναται ἢ ὃν πρέπει νὰ μνημονεύῃ τις, νὰ ἐνθυμῆται, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 25 καὶ 11, 8, π. Μνήμ. 1, 2 καὶ 2.
Greek Monolingual
μνημονευτός, -ή, -όν (Α)
μνημονεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται κανείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μνημονευτά
όσα είναι δυνατόν να θυμάται κανείς, τα αντικείμενα μνήμης.
Greek Monotonic
μνημονευτός: -ή, -όν, αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να τον θυμόμαστε, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
μνημονευτός: удерживаемый в памяти, запоминающийся или вспоминаемый Arst.
Middle Liddell
μνημονευτός, ή, όν
that can be or ought to be remembered, Arist. [from μνημονεύω