μυριόδους: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0219.png Seite 219]] οντος, mit (unzähligen, auch) unendlich großen Zähnen, [[ἐλέφας]], Philp. 29 (IX, 285).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0219.png Seite 219]] οντος, mit (unzähligen, auch) unendlich großen Zähnen, [[ἐλέφας]], Philp. 29 (IX, 285).
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> οντος;<br />aux dents énormes.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ὀδούς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριόδους''': -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, [[πρίων]] Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, [[ἐλέφας]] Ἀνθ. Π. 9. 285.
|lstext='''μῡριόδους''': -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, [[πρίων]] Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, [[ἐλέφας]] Ἀνθ. Π. 9. 285.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> οντος;<br />aux dents énormes.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ὀδούς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόδους Medium diacritics: μυριόδους Low diacritics: μυριόδους Capitals: ΜΥΡΙΟΔΟΥΣ
Transliteration A: myriódous Transliteration B: myriodous Transliteration C: myriodous Beta Code: murio/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ, having immense teeth, ἐλέφας AP9.285 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 219] οντος, mit (unzähligen, auch) unendlich großen Zähnen, ἐλέφας, Philp. 29 (IX, 285).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. οντος;
aux dents énormes.
Étymologie: μυρίοι, ὀδούς.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, πρίων Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, ἐλέφας Ἀνθ. Π. 9. 285.

Greek Monolingual

μυριόδους, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «μυριόδους ἐλέφας», Ανθ. Παλ.
β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ὀδούς (πρβλ. λευκ-όδους)].

Greek Monotonic

μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόδους: 2, gen. όδοντος с огромными зубами (ἐλέφας Anth.).

Middle Liddell

μῡρι-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,
with immense teeth, Anth.