μελεοπαθής: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0121.png Seite 121]] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0121.png Seite 121]] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />infortuné.<br />'''Étymologie:''' [[μέλεος]], [[πάθος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελεοπᾰθής''': -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964. | |lstext='''μελεοπᾰθής''': -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, having suffered wretchedly, A.Th.961 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 121] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
infortuné.
Étymologie: μέλεος, πάθος.
Greek (Liddell-Scott)
μελεοπᾰθής: -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964.
Greek Monolingual
μελεοπαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει πολλές ατυχίες
2. συνεκδ. αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται είναι δυστυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο-παθής].
Greek Monotonic
μελεοπᾰθής: -ές (πάσχω), δυστυχισμένος από τις πολλές συμφορές, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μελεοπᾰθής: терпящий беду, страдающий Aesch.