μεγαλανορία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0105.png Seite 105]] ἡ, u. μεγαλάνωρ, dor. = [[μεγαληνορία]] u. [[μεγαλήνωρ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0105.png Seite 105]] ἡ, u. μεγαλάνωρ, dor. = [[μεγαληνορία]] u. [[μεγαλήνωρ]].
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[μεγαληνορία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλᾱνορία''': μεγᾰλάνωρ, Δωρ. ἀντὶ μεγαλην-.
|lstext='''μεγᾰλᾱνορία''': μεγᾰλάνωρ, Δωρ. ἀντὶ μεγαλην-.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[μεγαληνορία]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 22:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλᾱνορία Medium diacritics: μεγαλανορία Low diacritics: μεγαλανορία Capitals: ΜΕΓΑΛΑΝΟΡΙΑ
Transliteration A: megalanoría Transliteration B: megalanoria Transliteration C: megalanoria Beta Code: megalanori/a

English (LSJ)

μεγᾰλ-άνωρ, Dor. for μεγαλην-.

German (Pape)

[Seite 105] ἡ, u. μεγαλάνωρ, dor. = μεγαληνορία u. μεγαλήνωρ.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μεγαληνορία.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλᾱνορία: μεγᾰλάνωρ, Δωρ. ἀντὶ μεγαλην-.

English (Slater)

μεγᾰλᾱνορία
&nbspnbsp;  1 ambitious action ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες (N. 11.44)

Greek Monolingual

μεγαλανορία, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεγαληνορία.

Greek Monotonic

μεγᾰλᾱνορία: μεγᾰλ-άνωρ, Δωρ. αντί μεγαλ-ην-.