νεωλκός: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=newlko/s
|Beta Code=newlko/s
|Definition=ὁ, (ναῦς, ἕλκω) [[one who hauls up a ship into dock]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>250a18</span>, <span class="title">SIG</span>1000.22 (Cos, i B.C.), <span class="bibl">Poll.7.190</span>, <span class="bibl">10.148</span>.
|Definition=ὁ, (ναῦς, ἕλκω) [[one who hauls up a ship into dock]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>250a18</span>, <span class="title">SIG</span>1000.22 (Cos, i B.C.), <span class="bibl">Poll.7.190</span>, <span class="bibl">10.148</span>.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui tire les vaisseux à sec.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[ἕλκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεωλκός''': ὁ, ([[ναῦς]], [[ἕλκω]]) ὁ ἀνασύρων [[πλοῖον]] εἰς τὴν ξηρὰν ἢ ἐκ τῆς ξηρᾶς καθελκύων εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 7. 5, 4, Πολυδ. Ζ΄, 190., Ι΄, 148· πρβλ. [[ὁλκός]].
|lstext='''νεωλκός''': ὁ, ([[ναῦς]], [[ἕλκω]]) ὁ ἀνασύρων [[πλοῖον]] εἰς τὴν ξηρὰν ἢ ἐκ τῆς ξηρᾶς καθελκύων εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 7. 5, 4, Πολυδ. Ζ΄, 190., Ι΄, 148· πρβλ. [[ὁλκός]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui tire les vaisseux à sec.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[ἕλκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωλκός Medium diacritics: νεωλκός Low diacritics: νεωλκός Capitals: ΝΕΩΛΚΟΣ
Transliteration A: neōlkós Transliteration B: neōlkos Transliteration C: neolkos Beta Code: newlko/s

English (LSJ)

ὁ, (ναῦς, ἕλκω) one who hauls up a ship into dock, Arist.Ph.250a18, SIG1000.22 (Cos, i B.C.), Poll.7.190, 10.148.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui tire les vaisseux à sec.
Étymologie: ναῦς, ἕλκω.

Greek (Liddell-Scott)

νεωλκός: ὁ, (ναῦς, ἕλκω) ὁ ἀνασύρων πλοῖον εἰς τὴν ξηρὰν ἢ ἐκ τῆς ξηρᾶς καθελκύων εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 7. 5, 4, Πολυδ. Ζ΄, 190., Ι΄, 148· πρβλ. ὁλκός.

Greek Monolingual

ο (Α νεωλκός)
αυτός που έλκει τα πλοία στη ξηρά, που φέρνει τα πλοία στο νεώλκιο («νεωλκοῦ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», Πολυδ.)
νεοελλ.
το νεώλκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηF-ολκός (< νāF-ολκός) < ναῦς, νᾶος / νηός «πλοίο» + -ολκός (< ἔλκω) με σίγηση του -F- και αντιμεταχώρηση (πρβλ. ιχθυ-ολκός)].

Greek Monotonic

νεωλκός: ὁ (ναῦς, ἕλκω), ρυμουλκός πλοίου, αυτός που ανασύρει πλοίο στην ξηρά ή το καθελκύει στη θάλασσα από την ξηρά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νεωλκός:ἕλκω вытаскивающий судно на берег, бурлак Arst.

Middle Liddell

νε-ωλκός, οῦ, ὁ, ναῦς, ἕλκω
a ship-hauler, Arist.