νυκτοπλανής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nuktoplanh/s
|Beta Code=nuktoplanh/s
|Definition=ές, = [[νυκτιπλανής]], <span class="bibl">Man.1.311</span>.
|Definition=ές, = [[νυκτιπλανής]], <span class="bibl">Man.1.311</span>.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νυκτιπλανής]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[πλανάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτοπλᾰνής''': -ές, = [[νυκτιπλανής]], Μανέθων 1. 311.
|lstext='''νυκτοπλᾰνής''': -ές, = [[νυκτιπλανής]], Μανέθων 1. 311.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νυκτιπλανής]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[πλανάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτοπλανής]] και [[νυκτιπλανής]], -ές (Α)<br />[[νυκτίπλανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ορει</i>-<i>πλανής</i>. Ο τ. [[νυκτιπλανής]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])].
|mltxt=[[νυκτοπλανής]] και [[νυκτιπλανής]], -ές (Α)<br />[[νυκτίπλανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ορει</i>-<i>πλανής</i>. Ο τ. [[νυκτιπλανής]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])].
}}
}}

Revision as of 23:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοπλᾰνής Medium diacritics: νυκτοπλανής Low diacritics: νυκτοπλανής Capitals: ΝΥΚΤΟΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: nyktoplanḗs Transliteration B: nyktoplanēs Transliteration C: nyktoplanis Beta Code: nuktoplanh/s

English (LSJ)

ές, = νυκτιπλανής, Man.1.311.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νυκτιπλανής.
Étymologie: νύξ, πλανάω.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπλᾰνής: -ές, = νυκτιπλανής, Μανέθων 1. 311.

Greek Monolingual

νυκτοπλανής και νυκτιπλανής, -ές (Α)
νυκτίπλανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. ορει-πλανής. Ο τ. νυκτιπλανής < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].