πολλαχῶς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0658.png Seite 658]] auf vielerlei, vielfältige Art; Plat. Conv. 209 e; Isocr. 4, 8; Ggstz von ἑνὶ τρόπῳ, Dem. 22, 25; Pol. 9, 2, 1 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0658.png Seite 658]] auf vielerlei, vielfältige Art; Plat. Conv. 209 e; Isocr. 4, 8; Ggstz von ἑνὶ τρόπῳ, Dem. 22, 25; Pol. 9, 2, 1 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />de beaucoup de manières.<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολλᾰχῶς''': ἐπίρρ., κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἰσοκρ. 42C, Δημ. 601. 9, κτλ.· π. λέγεσθαι, μὲ πολλὰς ἐννοίας, σημασίας, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 1 κἑξ., Πολιτικ. 3. 3, 4 κ. ἀλλ.
|lstext='''πολλᾰχῶς''': ἐπίρρ., κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἰσοκρ. 42C, Δημ. 601. 9, κτλ.· π. λέγεσθαι, μὲ πολλὰς ἐννοίας, σημασίας, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 1 κἑξ., Πολιτικ. 3. 3, 4 κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />de beaucoup de manières.<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλᾰχῶς Medium diacritics: πολλαχῶς Low diacritics: πολλαχώς Capitals: ΠΟΛΛΑΧΩΣ
Transliteration A: pollachō̂s Transliteration B: pollachōs Transliteration C: pollachos Beta Code: pollaxw=s

English (LSJ)

Adv. in many ways, Diog.Apoll. 2, Isoc.4.8, D.22.25, etc.; π. λέγεσθαι in many senses, Arist.Top.158b10, Pol.1276a23.

German (Pape)

[Seite 658] auf vielerlei, vielfältige Art; Plat. Conv. 209 e; Isocr. 4, 8; Ggstz von ἑνὶ τρόπῳ, Dem. 22, 25; Pol. 9, 2, 1 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
de beaucoup de manières.
Étymologie: *πολλαχός.

Greek (Liddell-Scott)

πολλᾰχῶς: ἐπίρρ., κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἰσοκρ. 42C, Δημ. 601. 9, κτλ.· π. λέγεσθαι, μὲ πολλὰς ἐννοίας, σημασίας, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 1 κἑξ., Πολιτικ. 3. 3, 4 κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

πολλαχῶς ΝΜΑ
επίρρ.
1. με πολλούς και διαφόρους τρόπους, ποικιλοτρόπως («οὐκ ἑνὶ ἔδωκε τρόπω... λαμβάνειν δίκην... ἀλλὰ πολλαχῶς», Δημοσθ.)
2. με πολλές έννοιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. παντ-αχ-ώς)].

Greek Monotonic

πολλᾰχῶς: επίρρ., με πολλούς τρόπους, σε Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πολλᾰχῶς:
1) многими способами (οὐχ ἑνὶ τρόπῳ, ἀλλὰ π. Dem.);
2) во многих смыслах, в различных значениях (λέγεσθαι Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαχῶς [~ πολύς] adv., op veel manieren.

Middle Liddell

in many ways, Dem., etc.

English (Woodhouse)

in many ways

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search