πολυτρήρων: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] ονος, taubenreich, Θίσβη, Μέσση, Il. 2, 502. 582. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] ονος, taubenreich, Θίσβη, Μέσση, Il. 2, 502. 582. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />abondant en pigeons.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τρήρων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυτρήρων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς περιστεράς, Ἰλ. Β. 502, 582· πρβλ. [[τρήρων]]. | |lstext='''πολυτρήρων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς περιστεράς, Ἰλ. Β. 502, 582· πρβλ. [[τρήρων]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 08:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, abounding in doves, Il.2.502,582.
German (Pape)
[Seite 675] ονος, taubenreich, Θίσβη, Μέσση, Il. 2, 502. 582.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
abondant en pigeons.
Étymologie: πολύς, τρήρων.
Greek (Liddell-Scott)
πολυτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς περιστεράς, Ἰλ. Β. 502, 582· πρβλ. τρήρων.
English (Autenrieth)
ωνος: abounding in doves, Il. 2.502 and 582.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
(επικ. τ.) αυτός που έχει πολλά περιστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρήρων «περιστερά» (πρβλ. ευ-τρήρων)].
Greek Monotonic
πολυτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, άφθονος σε περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πολυτρήρων: ωνος adj. изобилующий голубями (Θίσβη Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυτρήρων -ονος [πολύς, τρήρων] rijk aan duiven.
Middle Liddell
πολυ-τρήρων, ωνος, ὁ, ἡ,
abounding in doves, Il.