Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπῆλυγξ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0921.png Seite 921]] υγγος, ἡ, wie [[σπήλαιον]], [[Höhle]]; Ap. Rh. 2, 568; Lycophr. 46 u. a. sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0921.png Seite 921]] υγγος, ἡ, wie [[σπήλαιον]], [[Höhle]]; Ap. Rh. 2, 568; Lycophr. 46 u. a. sp. D.
}}
{{bailly
|btext=υγγος (ἡ) :<br />caverne, antre, grotte.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> spelunca.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπῆλυγξ''': -υγγος, ἡ, ([[σπέος]]) = [[σπήλαιον]], Λατ. spelunca, οἰκεῖ σπήλυγγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 568· Νυμφῶν σπ. αὐτόστεγον Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F· [[πόντος]] ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 1028. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπήλυγγες· τὰ κοῖλα τῆς γῆς, σπήλαια».
|lstext='''σπῆλυγξ''': -υγγος, ἡ, ([[σπέος]]) = [[σπήλαιον]], Λατ. spelunca, οἰκεῖ σπήλυγγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 568· Νυμφῶν σπ. αὐτόστεγον Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F· [[πόντος]] ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 1028. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπήλυγγες· τὰ κοῖλα τῆς γῆς, σπήλαια».
}}
{{bailly
|btext=υγγος (ἡ) :<br />caverne, antre, grotte.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> spelunca.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:59, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῆλυγξ Medium diacritics: σπῆλυγξ Low diacritics: σπήλυγξ Capitals: ΣΠΗΛΥΓΞ
Transliteration A: spē̂lynx Transliteration B: spēlynx Transliteration C: spilygks Beta Code: sph=lugc

English (LSJ)

υγγος, ἡ, = σπήλαιον, cave, οἰκεῖ σπήλυγγας Arist.HA616b26, cf. Theoc. 16.53, A.R.2.568; Νυμφῶν ὑπὸ σ. αὐτόστεγον Dionys. Trag.1; πόντος ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Hymn.Is.151.

German (Pape)

[Seite 921] υγγος, ἡ, wie σπήλαιον, Höhle; Ap. Rh. 2, 568; Lycophr. 46 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

υγγος (ἡ) :
caverne, antre, grotte.
Étymologie: cf. lat. spelunca.

Greek (Liddell-Scott)

σπῆλυγξ: -υγγος, ἡ, (σπέος) = σπήλαιον, Λατ. spelunca, οἰκεῖ σπήλυγγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 568· Νυμφῶν σπ. αὐτόστεγον Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F· πόντος ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 1028. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπήλυγγες· τὰ κοῖλα τῆς γῆς, σπήλαια».

Greek Monolingual

ἡ, Α
σπήλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπήλαιο].

Russian (Dvoretsky)

σπῆλυγξ: υγγος ἡ пещера Arst., Theocr., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπῆλυγξ -υγγος, ἡ [σπήλαιον] grot, hol, spelonk.