συγκατεσθίω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] (s. [[ἐσθίω]]), mit aufessen, verzehren, Sp.; pert. bei Plut.am. mult. 3; [[συγκαταφαγεῖν]], Thes. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] (s. [[ἐσθίω]]), mit aufessen, verzehren, Sp.; pert. bei Plut.am. mult. 3; [[συγκαταφαγεῖν]], Thes. 22.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγκατέδομαι, <i>ao.2</i> συγκατέφαγον, <i>pf.</i> συγκατεδήδοκα;<br />manger ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατεσθίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατεσθίω''': μέλλ. -έδομαι, Ἀθήν. 386Ε· πρκμ. -εδήδοκα Πλούτ. 2. 94A· ἀόρ. -έφᾰγον· ― [[κατεσθίω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θησ. 22, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357E, κτλ.· τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Ἰουλ. 338C.
|lstext='''συγκατεσθίω''': μέλλ. -έδομαι, Ἀθήν. 386Ε· πρκμ. -εδήδοκα Πλούτ. 2. 94A· ἀόρ. -έφᾰγον· ― [[κατεσθίω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θησ. 22, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357E, κτλ.· τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Ἰουλ. 338C.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγκατέδομαι, <i>ao.2</i> συγκατέφαγον, <i>pf.</i> συγκατεδήδοκα;<br />manger ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατεσθίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατεσθίω Medium diacritics: συγκατεσθίω Low diacritics: συγκατεσθίω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΣΘΙΩ
Transliteration A: synkatesthíō Transliteration B: synkatesthiō Transliteration C: sygkatesthio Beta Code: sugkatesqi/w

English (LSJ)

fut. -έδομαι Ath.9.386e; also -φάγομαι LXX Is.9.18(17): pf. -εδήδοκα Plu.2.94a: aor. -έφᾰγον Jul. Mis.338c:—eat up, devour with or together, Plu.l.c., Thes.22, Mnesith. ap.Ath.8.357e, etc.; τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Jul. l.c.

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἐσθίω), mit aufessen, verzehren, Sp.; pert. bei Plut.am. mult. 3; συγκαταφαγεῖν, Thes. 22.

French (Bailly abrégé)

f. συγκατέδομαι, ao.2 συγκατέφαγον, pf. συγκατεδήδοκα;
manger ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατεσθίω: μέλλ. -έδομαι, Ἀθήν. 386Ε· πρκμ. -εδήδοκα Πλούτ. 2. 94A· ἀόρ. -έφᾰγον· ― κατεσθίω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θησ. 22, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357E, κτλ.· τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Ἰουλ. 338C.

Greek Monolingual

μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α κατεσθίω
τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ).

Greek Monotonic

συγκατεσθίω: μέλ. -έδομαι, παρακ. -εδήδοκα, αόρ. αʹ κατέφᾰγον· κατατρώγω, καταβροχθίζω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συγκατεσθίω: (inf. aor. 2 συγκαταφαγεῖν) съедать вместе или сообща (ἀλλήλοις Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατεσθίω samen (met...) opeten, met acc. en dat.

Middle Liddell

fut. -έδομαι perf. -εδήδοκα aor1 κατέφᾰγον
to eat up, devour with or together, Plut.