στρούθειον: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(6_2)
 
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>avec ou sans</i> [[μῆλον]];<br />, coing.<br />'''Étymologie:''' [[στρουθός]] II.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στρούθειον''': [[μῆλον]], τό, [[εἶδος]] κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ [[οὕτως]] [[ἄνευ]] τοῦ [[μῆλον]], Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· [[ὡσαύτως]] φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε [[στρουθίον]] ΙΙ.
|lstext='''στρούθειον''': [[μῆλον]], τό, [[εἶδος]] κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ [[οὕτως]] [[ἄνευ]] τοῦ [[μῆλον]], Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· [[ὡσαύτως]] φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε [[στρουθίον]] ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στρούθειος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρούθειον]] [[μῆλον]], ου, τό,<br />[[στρούθειον]] [[μῆλον]], ου, τό, a [[kind]] of quince, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:07, 2 October 2022

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
avec ou sans μῆλον;
, coing.
Étymologie: στρουθός II.

Greek (Liddell-Scott)

στρούθειον: μῆλον, τό, εἶδος κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ οὕτως ἄνευ τοῦ μῆλον, Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· ὡσαύτως φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε στρουθίον ΙΙ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. στρούθειος.

Middle Liddell

στρούθειον μῆλον, ου, τό,
στρούθειον μῆλον, ου, τό, a kind of quince, Anth.