στυράκινος: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] aus Storax gemacht, Strab. XII, 570. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] aus Storax gemacht, Strab. XII, 570. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de styrax;<br /><b>2</b> fait en bois de styrax.<br />'''Étymologie:''' [[στύραξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στῠράκῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ([[στύραξ]]) πεποιημένος ἐκ στύρακος· [[χρῖσμα]] στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570. | |lstext='''στῠράκῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ([[στύραξ]]) πεποιημένος ἐκ στύρακος· [[χρῖσμα]] στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 09:09, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, (στύραξ (A)) A made of storax, χρῖσμα Id.1.66; ἔλαιον Edict.Diocl.Delph.8. 2 made of the wood of the tree στύραξ, ἀκοντίσματα Str.12.7.3; ῥάβδος LXX Ge.30.37.
German (Pape)
[Seite 959] aus Storax gemacht, Strab. XII, 570.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de styrax;
2 fait en bois de styrax.
Étymologie: στύραξ.
Greek (Liddell-Scott)
στῠράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον, (στύραξ) πεποιημένος ἐκ στύρακος· χρῖσμα στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570.
Spanish
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, ΜΑ
κατασκευασμένος με στύρακα («χρῑσμα στυράκινον», Διοσκ.)
αρχ.
κατασκευασμένος από το ξύλο του δένδρου στύραξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύραξ, -ακος (Ι) + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Greek Monotonic
στῠράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον (στύραξ), κατασκευασμένος από ξύλο δέντρου, από ρητινώδες κόμμι, στύραξ, σε Στράβ.
Middle Liddell
στῠρᾰ́κῐνος, η, ον στύραξ
made of the wood of the tree στύραξ, Strab.