συνεύδω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1021.png Seite 1021]] (s. [[εὕδω]]), mit, zugleich, zusammen schlafen, τινί; von der Gattinn, Soph. El. 577; γυναικί, Her. 3, 69; übertr., ὁ ξυνεύδων [[χρόνος]], Aesch. Ag. 868; Eur. El. 1145 Andr. 172.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1021.png Seite 1021]] (s. [[εὕδω]]), mit, zugleich, zusammen schlafen, τινί; von der Gattinn, Soph. El. 577; γυναικί, Her. 3, 69; übertr., ὁ ξυνεύδων [[χρόνος]], Aesch. Ag. 868; Eur. El. 1145 Andr. 172.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> συνηῦδον;<br />dormir <i>ou</i> coucher avec, τινι ; <i>fig.</i> ὁ ξυνεύδων [[χρόνος]] ESCHL le temps du sommeil.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὕδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεύδω''': μέλλ. -ευδήσω· ― συγκοιμῶμαι μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69· ἀνδρὶ Σοφ. Ἠλ. 587, Εὐρ. Ἠλ. 1145· τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου, τοῦ χρόνου τοῦ συμπίπτοντος μὲ τὸν [[ὕπνον]], κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ὕπνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 894.
|lstext='''συνεύδω''': μέλλ. -ευδήσω· ― συγκοιμῶμαι μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69· ἀνδρὶ Σοφ. Ἠλ. 587, Εὐρ. Ἠλ. 1145· τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου, τοῦ χρόνου τοῦ συμπίπτοντος μὲ τὸν [[ὕπνον]], κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ὕπνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 894.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> συνηῦδον;<br />dormir <i>ou</i> coucher avec, τινι ; <i>fig.</i> ὁ ξυνεύδων [[χρόνος]] ESCHL le temps du sommeil.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὕδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:32, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεύδω Medium diacritics: συνεύδω Low diacritics: συνεύδω Capitals: ΣΥΝΕΥΔΩ
Transliteration A: syneúdō Transliteration B: syneudō Transliteration C: syneydo Beta Code: suneu/dw

English (LSJ)

sleep with or lie with, c. dat., Hdt.3.69; τῷ παλαμναίῳ S.El. 587, cf. E.El.1145; τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου the time coincident with sleep, A.Ag.894.

German (Pape)

[Seite 1021] (s. εὕδω), mit, zugleich, zusammen schlafen, τινί; von der Gattinn, Soph. El. 577; γυναικί, Her. 3, 69; übertr., ὁ ξυνεύδων χρόνος, Aesch. Ag. 868; Eur. El. 1145 Andr. 172.

French (Bailly abrégé)

impf. συνηῦδον;
dormir ou coucher avec, τινι ; fig. ὁ ξυνεύδων χρόνος ESCHL le temps du sommeil.
Étymologie: σύν, εὕδω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεύδω: μέλλ. -ευδήσω· ― συγκοιμῶμαι μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69· ἀνδρὶ Σοφ. Ἠλ. 587, Εὐρ. Ἠλ. 1145· τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου, τοῦ χρόνου τοῦ συμπίπτοντος μὲ τὸν ὕπνον, κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ὕπνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 894.

Greek Monolingual

Α
1. κοιμάμαι μαζί με κάποιον
2. φρ. «τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου» — της ώρας του ύπνου (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εὔδω «κοιμάμαι»].

Greek Monotonic

συνεύδω: μέλ. -ευδήσω,
I. κοιμάμαι μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ., Σοφ.
II. τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου, κατά τον χρόνο που συμπίπτει με τον ύπνο, την ώρα που κάποιος κοιμάται, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συνεύδω: вместе спать, разделять ложе (τινί Her., Soph., Eur.): τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου Aesch. во время сна.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εύδω, Att. ook ξυνεύδω samen slapen; met dat. met iem.; uitbr.. ὁ ξυνεύδων χρόνος de tijd dat ik slaap Aeschl. Ag. 894.