τριβώνιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tribw/nion
|Beta Code=tribw/nion
|Definition=τό, [[small cloak]], dim. of [[τρίβων]] (A), ib. 33,116, Pl.714,842, al., Lys.32.16, PSI4.418.19 (iii B. C.), PCair.Zen.659.20 (iii B. C.), Alciphr.3.55; dub. in Is.5.11.
|Definition=τό, [[small cloak]], dim. of [[τρίβων]] (A), ib. 33,116, Pl.714,842, al., Lys.32.16, PSI4.418.19 (iii B. C.), PCair.Zen.659.20 (iii B. C.), Alciphr.3.55; dub. in Is.5.11.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit manteau grossier, vêtement misérable.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐβώνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τρίβων]], Ἀριστοφ. Σφ. 33, 116, Πλ. 714, 842, κ. ἀλλ.· Λυσίας 903. 5· [[τριβώνιον]] ἔχων πολύθυρον, ἅπαντι ἀνέμῳ ἀναπεπταμένον, καὶ ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1, 2, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τριβώνιον]]· πάλλιον, [[περιβόλαιον]]» - «[[φόρημα]] κυνικόν, [[ἱμάτιον]] παλαιὸν» Σουΐδ.
|lstext='''τρῐβώνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τρίβων]], Ἀριστοφ. Σφ. 33, 116, Πλ. 714, 842, κ. ἀλλ.· Λυσίας 903. 5· [[τριβώνιον]] ἔχων πολύθυρον, ἅπαντι ἀνέμῳ ἀναπεπταμένον, καὶ ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1, 2, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τριβώνιον]]· πάλλιον, [[περιβόλαιον]]» - «[[φόρημα]] κυνικόν, [[ἱμάτιον]] παλαιὸν» Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit manteau grossier, vêtement misérable.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβώνιον Medium diacritics: τριβώνιον Low diacritics: τριβώνιον Capitals: ΤΡΙΒΩΝΙΟΝ
Transliteration A: tribṓnion Transliteration B: tribōnion Transliteration C: trivonion Beta Code: tribw/nion

English (LSJ)

τό, small cloak, dim. of τρίβων (A), ib. 33,116, Pl.714,842, al., Lys.32.16, PSI4.418.19 (iii B. C.), PCair.Zen.659.20 (iii B. C.), Alciphr.3.55; dub. in Is.5.11.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit manteau grossier, vêtement misérable.
Étymologie: τρίβων.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρίβων, Ἀριστοφ. Σφ. 33, 116, Πλ. 714, 842, κ. ἀλλ.· Λυσίας 903. 5· τριβώνιον ἔχων πολύθυρον, ἅπαντι ἀνέμῳ ἀναπεπταμένον, καὶ ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1, 2, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριβώνιον· πάλλιον, περιβόλαιον» - «φόρημα κυνικόν, ἱμάτιον παλαιὸν» Σουΐδ.

Greek Monotonic

τρῐβώνιον: τό, υποκορ. του τρίβω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐβώνιον: τό Arph., Lys., Luc. = τρίβων II, 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριβώνιον -ου, τό, demin. van τρίβων, manteltje.

Middle Liddell

τρῐβώνιον, ου, τό, [Dim. of τρίβων, Ar.]

English (Woodhouse)

coarse cloak

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)