φαινόλις: Difference between revisions
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=faino/lis | |Beta Code=faino/lis | ||
|Definition=ἡ, (φαίνω) [[light-bringing]], [[light-giving]], ἠώς <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>51</span>, <span class="bibl">Mosch.4.121</span>; αὔως Sapph.95. | |Definition=ἡ, (φαίνω) [[light-bringing]], [[light-giving]], ἠώς <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>51</span>, <span class="bibl">Mosch.4.121</span>; αὔως Sapph.95. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />brillante.<br />'''Étymologie:''' [[φαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαινόλις''': ἡ, ([[φαίνω]]) ἡ λαμπρά, ἡ [[φωσφόρος]], ἀλλ’ ὅτε δὴ [[δεκάτη]] οἱ ἐπήλυθε [[φαινόλις]] ἠὼς Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 51· φαίνολις... [[αὔως]] = ἡ φωσφόρως ἠώς, Σαπφὼ 95 (68)· πρβλ. [[μαινόλις]]. | |lstext='''φαινόλις''': ἡ, ([[φαίνω]]) ἡ λαμπρά, ἡ [[φωσφόρος]], ἀλλ’ ὅτε δὴ [[δεκάτη]] οἱ ἐπήλυθε [[φαινόλις]] ἠὼς Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 51· φαίνολις... [[αὔως]] = ἡ φωσφόρως ἠώς, Σαπφὼ 95 (68)· πρβλ. [[μαινόλις]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (φαίνω) light-bringing, light-giving, ἠώς h.Cer.51, Mosch.4.121; αὔως Sapph.95.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
brillante.
Étymologie: φαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
φαινόλις: ἡ, (φαίνω) ἡ λαμπρά, ἡ φωσφόρος, ἀλλ’ ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠὼς Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 51· φαίνολις... αὔως = ἡ φωσφόρως ἠώς, Σαπφὼ 95 (68)· πρβλ. μαινόλις.
Greek Monolingual
και αιολ. τ. φαίνολις, ἡ, Α
αυτή που φέρνει φως, φωσφόρος («ἀλλ' ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠώς», Ύμν. Δήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + επίθημα -όλις, θηλ. του -όλης (πρβλ. μαιν-όλις)].
Greek Monotonic
φαινόλις: ἡ (φαίνω), αυτή που φέρνει το φως, αστραφτερή, σε Ομηρ. Ύμν.