φιλοτέχνημα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />œuvre d'art.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοτεχνέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοτέχνημα''': τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον [[τεχνούργημα]], Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.
|lstext='''φῐλοτέχνημα''': τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον [[τεχνούργημα]], Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />œuvre d'art.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοτεχνέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτέχνημα Medium diacritics: φιλοτέχνημα Low diacritics: φιλοτέχνημα Capitals: ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΜΑ
Transliteration A: philotéchnēma Transliteration B: philotechnēma Transliteration C: filotechnima Beta Code: filote/xnhma

English (LSJ)

ατος, τό, A chef-d' ceuvre, Cic.Att.13.40.1, Aristid.Or.44(17).13, Hld.5.18, Chor.35.35 p.399.3 F.-R. II ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φ. the cunningly devised trap, D.S.3.37.

German (Pape)

[Seite 1287] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
œuvre d'art.
Étymologie: φιλοτεχνέω.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτέχνημα: τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον τεχνούργημα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φιλοτεχνῶ
έργο κατασκευασμένο με φιλοτεχνία, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα
αρχ.
έντεχνα στημένη παγίδα.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτέχνημα: ατος τό
1) искусное сооружение, западня Diod.;
2) произведение искусства (φ. illud, quod vidi in Parthenone Cic.).