χρυσόρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=xruso/rrutos | |Beta Code=xruso/rrutos | ||
|Definition=ον, [[gold-streaming]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>805</span>; νάματα <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.467.2 (Didyma, iii A. D.); cf. [[χρυσόρυτος]]. | |Definition=ον, [[gold-streaming]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>805</span>; νάματα <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.467.2 (Didyma, iii A. D.); cf. [[χρυσόρυτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui roule de l'or dans ses flots.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ῥέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσόρρυτος''': -ον, ὁ χρυσᾶ ῥεύματα ἔχων, Αἰσχύλ. Πρ. 805· πρβλ. [[χρυσόρυτος]]. | |lstext='''χρῡσόρρυτος''': -ον, ὁ χρυσᾶ ῥεύματα ἔχων, Αἰσχύλ. Πρ. 805· πρβλ. [[χρυσόρυτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, gold-streaming, A.Pr.805; νάματα Supp.Epigr.4.467.2 (Didyma, iii A. D.); cf. χρυσόρυτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui roule de l'or dans ses flots.
Étymologie: χρυσός, ῥέω.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόρρυτος: -ον, ὁ χρυσᾶ ῥεύματα ἔχων, Αἰσχύλ. Πρ. 805· πρβλ. χρυσόρυτος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και χρυσόρυτος και χρυσεόρ(ρ)υτος Α
αυτός που παρασύρει με το ρεύμα του χρυσό («χρυσορρήτῳ Πακτωλῷ», Μιχ. Ακομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -ρρυτος (< ῥυτός «ρευστός»), πρβλ. ἀργυρό-ρρυτος].
Greek Monotonic
χρῡσόρρῠτος: -ον, αυτός που έχει χρυσά ρεύματα, σε Αισχύλ.· ποιητ. χρῡσόρῠτος, -ον, γοναὶ χρυσόρρυτοι, λέγεται για τον Περσέα, τον γιο της Δανάης, σε Σοφ.
Middle Liddell
χρῡσόρ-ρῠτος, ον,
gold-streaming, Aesch.:—poet. χρῡσόρῠτος, ον, γοναὶ χρ., of Perseus the son of Danae, Soph.