ἀγχόνιος: Difference between revisions
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que sirve para ahorcar]], [[estrangular]], [[βρόχος]] E.<i>Hel</i>.686, [[δεσμός]] Nonn.<i>D</i>.21.31, 34.229. | |dgtxt=-α, -ον<br />[[que sirve para ahorcar]], [[estrangular]], [[βρόχος]] E.<i>Hel</i>.686, [[δεσμός]] Nonn.<i>D</i>.21.31, 34.229. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui sert à étrangler, à étouffer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγχόνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγχόνιος''': -α, -ον, ([[ἄγχω]]) [[κατάλληλος]] δι’ ἀπαγχόνισιν, [[βρόχος]], Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): [[δεσμός]], Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229. | |lstext='''ἀγχόνιος''': -α, -ον, ([[ἄγχω]]) [[κατάλληλος]] δι’ ἀπαγχόνισιν, [[βρόχος]], Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): [[δεσμός]], Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:30, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, fit for strangling, βρόχος E.Hel.686; δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que sirve para ahorcar, estrangular, βρόχος E.Hel.686, δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui sert à étrangler, à étouffer.
Étymologie: ἀγχόνη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχόνιος: -α, -ον, (ἄγχω) κατάλληλος δι’ ἀπαγχόνισιν, βρόχος, Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): δεσμός, Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229.
Greek Monotonic
ἀγχόνιος: -α, -ον (ἄγχω), κατάλληλος για απαγχονισμό· βρόχος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχόνιος: служащий для удушения (βρόχος Eur.).
Middle Liddell
ἄγχω
fit for strangling, βρόχος Eur.