ἀκολάκευτος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no adulado]], [[no mimado]] σώματα Max.Tyr.17.1.<br /><b class="num">2</b> [[que no atrae aduladores]] οὐσία Pl.<i>Lg</i>.729a, τροφή Them.<i>Or</i>.6.81b.<br /><b class="num">3</b> [[que no se deja adular]] [[ἀνήρ]] M.Ant.1.16.4, κολακεύων ἀκολάκευτον Ph.1.195.<br /><b class="num">4</b> [[que no adula]] λόγοι Max.Tyr.25.6, θεραπεία Iul.<i>Or</i>.3.86b, ψῆφος Them.<i>Or</i>.2.27b.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin adulación]] προσελθεῖν Ph.1.449, <i>scripsi</i> Cic.<i>Att</i>.349.1.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no adulado]], [[no mimado]] σώματα Max.Tyr.17.1.<br /><b class="num">2</b> [[que no atrae aduladores]] οὐσία Pl.<i>Lg</i>.729a, τροφή Them.<i>Or</i>.6.81b.<br /><b class="num">3</b> [[que no se deja adular]] [[ἀνήρ]] M.Ant.1.16.4, κολακεύων ἀκολάκευτον Ph.1.195.<br /><b class="num">4</b> [[que no adula]] λόγοι Max.Tyr.25.6, θεραπεία Iul.<i>Or</i>.3.86b, ψῆφος Them.<i>Or</i>.2.27b.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin adulación]] προσελθεῖν Ph.1.449, <i>scripsi</i> Cic.<i>Att</i>.349.1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non flatté de, insensible à la flatterie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κολακεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκολάκευτος''': -ον, ὁ μὴ διὰ κολακειῶν διαφθειρόμενος, Πλάτ. Νόμ. 729Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ. [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 51, 1.
|lstext='''ἀκολάκευτος''': -ον, ὁ μὴ διὰ κολακειῶν διαφθειρόμενος, Πλάτ. Νόμ. 729Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ. [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 51, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non flatté de, insensible à la flatterie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κολακεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκολάκευτος Medium diacritics: ἀκολάκευτος Low diacritics: ακολάκευτος Capitals: ΑΚΟΛΑΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akolákeutos Transliteration B: akolakeutos Transliteration C: akolakeftos Beta Code: a)kola/keutos

English (LSJ)

ον, A not liable to flattery, οὐσία, τροφή, Pl.Lg.729a, Them.Or.6.97b; not pampered, σώματα Max.Tyr.23.1. II Act., not flattering, λόγοι Id.31.6; θεραπεία Jul.Or.2.86b; ψῆφος Them.Or.2.27b. Adv. -τως Cic.Att.13.51.1, Ph.1.449.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no adulado, no mimado σώματα Max.Tyr.17.1.
2 que no atrae aduladores οὐσία Pl.Lg.729a, τροφή Them.Or.6.81b.
3 que no se deja adular ἀνήρ M.Ant.1.16.4, κολακεύων ἀκολάκευτον Ph.1.195.
4 que no adula λόγοι Max.Tyr.25.6, θεραπεία Iul.Or.3.86b, ψῆφος Them.Or.2.27b.
II adv. -ως sin adulación προσελθεῖν Ph.1.449, scripsi Cic.Att.349.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non flatté de, insensible à la flatterie.
Étymologie: , κολακεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκολάκευτος: -ον, ὁ μὴ διὰ κολακειῶν διαφθειρόμενος, Πλάτ. Νόμ. 729Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ. οὕτως ἐπίρρ. -τως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 51, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκολάκευτος, -ον) κολακεύω
εκείνος που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες
νεοελλ.
αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει
αρχ.
όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει.

Russian (Dvoretsky)

ἀκολάκευτος: (λᾰ) недоступный для лести Plat., Plut.