ἀκροχορδών: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(nl)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0085.png Seite 85]] όνος, ἡ (στενην ἔχει βάσιν ὡς δοκεῖν ἐκκεκρεμάσθαι ἄκρῳ χορδῆς ὡμοιωμένη, Paul. Aeg.), Warze mit dünnem Stiele, Plut. Fab. 1, u. sonst; Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0085.png Seite 85]] όνος, ἡ (στενην ἔχει βάσιν ὡς δοκεῖν ἐκκεκρεμάσθαι ἄκρῳ χορδῆς ὡμοιωμένη, Paul. Aeg.), Warze mit dünnem Stiele, Plut. Fab. 1, u. sonst; Medic.
}}
{{bailly
|btext=όνος (τό) :<br />verrue avec une petite queue mince.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[χορδή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροχορδών''': -όνος, ἡ, ([[χορδή]]) [[σάρκωμα]] ἔχον [[λεπτὸν]] λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.
|lstext='''ἀκροχορδών''': -όνος, ἡ, ([[χορδή]]) [[σάρκωμα]] ἔχον [[λεπτὸν]] λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.
}}
{{bailly
|btext=όνος (τό) :<br />verrue avec une petite queue mince.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[χορδή]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:45, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 85] όνος, ἡ (στενην ἔχει βάσιν ὡς δοκεῖν ἐκκεκρεμάσθαι ἄκρῳ χορδῆς ὡμοιωμένη, Paul. Aeg.), Warze mit dünnem Stiele, Plut. Fab. 1, u. sonst; Medic.

French (Bailly abrégé)

όνος (τό) :
verrue avec une petite queue mince.
Étymologie: ἄκρος, χορδή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροχορδών: -όνος, ἡ, (χορδή) σάρκωμα ἔχον λεπτὸν λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.

Spanish (DGE)

-όνος, ἡ
verruga de pedúnculo delgado Hp.Aph.3.26, Plu.Fab.1, Dsc.2.64, Crit.Hist. en Gal.12.449, Gal.12.142, Iul.Mis.339c, Gr.Nyss.Eun.2.571, Paul.Aeg.4.15, Cyran.1.16.12.

Greek Monotonic

ἀκροχορδών: γεν. -όνος, ἡ (χορδή), σάρκωμα με λεπτό λαιμό, κρεατοελιά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροχορδών: όνος ὁ бородавка с тонкой ножкой Plut.

Middle Liddell

χορδή
a wart with a thin neck, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκροχορδών -όνος, ἡ ἄκρος, χορδή wrat.