ἀκροβελής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές [[que tiene punta]] δόναξ <i>AP</i> 6.62 (Phil.). | |dgtxt=-ές [[que tiene punta]] δόναξ <i>AP</i> 6.62 (Phil.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />dont l'extrémité est en pointe.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[βέλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκροβελής''': -ές, ἔχων ὀξεῖαν αἰχμὴν κατὰ τὸ [[ἄκρον]], Ἀνθ. Π. 6, 62. | |lstext='''ἀκροβελής''': -ές, ἔχων ὀξεῖαν αἰχμὴν κατὰ τὸ [[ἄκρον]], Ἀνθ. Π. 6, 62. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, with point at end, AP6.62 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ές que tiene punta δόναξ AP 6.62 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont l'extrémité est en pointe.
Étymologie: ἄκρος, βέλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβελής: -ές, ἔχων ὀξεῖαν αἰχμὴν κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6, 62.
Greek Monolingual
ἀκροβελής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που έχει μυτερό άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -βελής < βέλος.
Greek Monotonic
ἀκροβελής: -ές (βέλος), με οξεία αιχμή στο τελείωμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροβελής: остроконечный (δόνακες Anth.).