ἀμφίστροφος: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0144.png Seite 144]] [[varia lectio|v.l.]] Schol. Aesch. Suppl. 850, für [[ἀντίστροφος]], erkl. ἀμφιέλισσα, von beiden Seiten gewendet, gerudert. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0144.png Seite 144]] [[varia lectio|v.l.]] Schol. Aesch. Suppl. 850, für [[ἀντίστροφος]], erkl. ἀμφιέλισσα, von beiden Seiten gewendet, gerudert. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />balancé par les flots.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[στρέφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίστροφος''': -ον, ὁ [[τῇδε]] κἀκεῖσε στρεφόμενος, ὁ [[ταχέως]] στρεφόμενος, [[εὔστροφος]], Λατ. versatilis, [[βᾶρις]] ἀμφ. = [[ἀμφιέλισσα]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 882. Τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέχθησαν μετὰ τοῦ Πόρσωνος ὁ Δινδόρφιος καὶ ὁ Ἕρμαννος (ἀντὶ τῆς κοιν. γραφ. [[ἀντίστροφος]]), ὁδηγούμενοι ἐκ τῶν εἰς τὰς Ἱκέτιδας Σχολ.: «τὴν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἑλισσομένην, ὅ ἐστιν ἀμφιέλισσαν.» | |lstext='''ἀμφίστροφος''': -ον, ὁ [[τῇδε]] κἀκεῖσε στρεφόμενος, ὁ [[ταχέως]] στρεφόμενος, [[εὔστροφος]], Λατ. versatilis, [[βᾶρις]] ἀμφ. = [[ἀμφιέλισσα]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 882. Τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέχθησαν μετὰ τοῦ Πόρσωνος ὁ Δινδόρφιος καὶ ὁ Ἕρμαννος (ἀντὶ τῆς κοιν. γραφ. [[ἀντίστροφος]]), ὁδηγούμενοι ἐκ τῶν εἰς τὰς Ἱκέτιδας Σχολ.: «τὴν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἑλισσομένην, ὅ ἐστιν ἀμφιέλισσαν.» | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A turning to and fro, quick-turning, βᾶρις ἀ. A.Supp.882 (Sch. expl. by ἀμφιέλισσα). 2 Ἀμφίστροφον, τό, at Delos, possibly a domed building, IG11(2).142.38 (iv B. C.), al.
Spanish (DGE)
-ον
1 de costados curvados, βᾶρις A.Supp.882.
2 subst. τὸ Ἀ. el Anfístrofon tal vez un edificio con cúpula en Delos IG 11(2).142.38(IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 144] v.l. Schol. Aesch. Suppl. 850, für ἀντίστροφος, erkl. ἀμφιέλισσα, von beiden Seiten gewendet, gerudert.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
balancé par les flots.
Étymologie: ἀμφί, στρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίστροφος: -ον, ὁ τῇδε κἀκεῖσε στρεφόμενος, ὁ ταχέως στρεφόμενος, εὔστροφος, Λατ. versatilis, βᾶρις ἀμφ. = ἀμφιέλισσα Αἰσχύλ. Ἱκ. 882. Τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέχθησαν μετὰ τοῦ Πόρσωνος ὁ Δινδόρφιος καὶ ὁ Ἕρμαννος (ἀντὶ τῆς κοιν. γραφ. ἀντίστροφος), ὁδηγούμενοι ἐκ τῶν εἰς τὰς Ἱκέτιδας Σχολ.: «τὴν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἑλισσομένην, ὅ ἐστιν ἀμφιέλισσαν.»
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίστροφος, -ον)
αυτός που στρέφεται μπρος και πίσω, προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
αρχ.
αυτός που στρέφεται γρήγορα, εύστροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -στροφος < στρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίστροφος: поворачивающийся во все стороны, колеблемый (волнами) или верткий, легкий (βᾶρις Aesch.).