ἀργυρόπους: Difference between revisions
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ουν<br />[[de patas de plata]] κλῖναι X.<i>An</i>.4.4.21, Aristeas 320, Luc.<i>Cat</i>.16, φορεῖα Plb.30.25.18, [[δίφρος]] D.24.129, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.<i>Ep</i>.3. | |dgtxt=-ουν<br />[[de patas de plata]] κλῖναι X.<i>An</i>.4.4.21, Aristeas 320, Luc.<i>Cat</i>.16, φορεῖα Plb.30.25.18, [[δίφρος]] D.24.129, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.<i>Ep</i>.3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />aux pieds d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[πούς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠρόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18. | |lstext='''ἀργῠρόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, with silver feet or legs, κλίνη X.An.4.4.21; δίφρος IG2.646, D.24.129; φορεῖα Plb.30.25.18.
Spanish (DGE)
-ουν
de patas de plata κλῖναι X.An.4.4.21, Aristeas 320, Luc.Cat.16, φορεῖα Plb.30.25.18, δίφρος D.24.129, IG 22.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.Ep.3.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
aux pieds d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, πούς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18.
Greek Monolingual
ἀργυρόπους (-ποδος), -πουν (Α)
αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῑναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια).
Greek Monotonic
ἀργῠρόπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια από ασήμι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρόπους: 2, gen. ποδος на серебряных ножках (κλῖναι Xen., Plut., Luc.; δίφρος Dem.; φορεῖον Polyb.).
Middle Liddell
with silver feet, or legs, Xen.