ἄφρουρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indefenso]] ψυχαί Pl.<i>Phdr</i>.256c, ἦσαν δὲ καὶ σχολαὶ καὶ κοινολογίαι ... ἀφρούρων καὶ ἀνόπλων Plu.<i>Demetr</i>.32, cf. Aristaenet.1.20.4.<br /><b class="num">2</b> [[exento de obligación militar]] ἔστι γὰρ αὐτοῖς νόμος, τὸν μὲν γεννήσαντα τρεῖς υἱούς, ἄφρουρον εἶναι Arist.<i>Pol</i>.1270<sup>b</sup>4. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indefenso]] ψυχαί Pl.<i>Phdr</i>.256c, ἦσαν δὲ καὶ σχολαὶ καὶ κοινολογίαι ... ἀφρούρων καὶ ἀνόπλων Plu.<i>Demetr</i>.32, cf. Aristaenet.1.20.4.<br /><b class="num">2</b> [[exento de obligación militar]] ἔστι γὰρ αὐτοῖς νόμος, τὸν μὲν γεννήσαντα τρεῖς υἱούς, ἄφρουρον εἶναι Arist.<i>Pol</i>.1270<sup>b</sup>4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans garde du corps.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[φρουρά]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄφρουρος''': -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἄφρ. καὶ [[ἄοπλος]] Πλουτ. Δημήτρ. 32. 2) ὁ μὴ φρουρῶν, ἀπηλλαγμένος τοῦ καθήκοντος τοῦ φρουρεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18. | |lstext='''ἄφρουρος''': -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἄφρ. καὶ [[ἄοπλος]] Πλουτ. Δημήτρ. 32. 2) ὁ μὴ φρουρῶν, ἀπηλλαγμένος τοῦ καθήκοντος τοῦ φρουρεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον,
A off one's guard, Pl.Phdr.256c; ἄφρουροι καὶ ἄνοπλοι Plu.Demetr.32.
2 free from military duty, Arist.Pol.1270b4.
Spanish (DGE)
-ον
1 indefenso ψυχαί Pl.Phdr.256c, ἦσαν δὲ καὶ σχολαὶ καὶ κοινολογίαι ... ἀφρούρων καὶ ἀνόπλων Plu.Demetr.32, cf. Aristaenet.1.20.4.
2 exento de obligación militar ἔστι γὰρ αὐτοῖς νόμος, τὸν μὲν γεννήσαντα τρεῖς υἱούς, ἄφρουρον εἶναι Arist.Pol.1270b4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans garde du corps.
Étymologie: ἀ, φρουρά.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφρουρος: -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἄφρ. καὶ ἄοπλος Πλουτ. Δημήτρ. 32. 2) ὁ μὴ φρουρῶν, ἀπηλλαγμένος τοῦ καθήκοντος τοῦ φρουρεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18.
Greek Monotonic
ἄφρουρος: -ον (φρουρά), μη φρουρούμενος, αφύλαχτος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄφρουρος:
1) Plat., Plut. = ἀφρούρητος 2 и 3;
2) свободный от несения гарнизонной службы Arst.
Middle Liddell
φρουρά
unguarded, unwatched, Plat.