ἐνθουσιώδης: Difference between revisions
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] ες, begeistert, schwärmerisch, φοραί Plut. Pyrrh. 12, oft, u. Sp. – Adv., Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] ες, begeistert, schwärmerisch, φοραί Plut. Pyrrh. 12, oft, u. Sp. – Adv., Hippocr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />saisi d'un transport divin, inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνθεος]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνθουσιώδης''': -ες, κατεχόμενος ὑπὸ ἐνθουσιασμοῦ, [[πλήρης]] ἐνθουσιασμοῦ, Πλουτ. Λυκ. 21, Πύρρ. 12, κτλ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. 1280. 26. | |lstext='''ἐνθουσιώδης''': -ες, κατεχόμενος ὑπὸ ἐνθουσιασμοῦ, [[πλήρης]] ἐνθουσιασμοῦ, Πλουτ. Λυκ. 21, Πύρρ. 12, κτλ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. 1280. 26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ες, ecstatic, ὁρμαί D.H. Comp.1, cf. Plu.Lyc.21; φοραί Id.Pyrrh.22, etc.; τὸ ἐ. Ph.1.689. Adv. -δῶς Hp.Ep.17, Sch.Il.Oxy.1086.41.
Spanish (DGE)
-ες
I 1de inspiración divina πνεῦμα D.H.14.9, ὁρμαί del alma a la hora de componer, D.H.Comp.1.7, cf. Plu.Lyc.21
•ἐ.· furiosus, Gloss.3.334
•neutr. subst. τὸ ἐ. la inspiración divina Hld.6.14.4, πολὺ τὸ ἐ. μετὰ χορείας ἐμφαίνων ref. al ditirambo, Phot.Bibl.320b13.
2 de entusiasmo, entusiástico τὴν ἀνδρείαν φορὰς ... ἐνθουσιώδεις καὶ μανικὰς φερομένην Plu.Pyrrh.22
•neutr. subst. τὸ ἐ. el entusiasmo Ph.1.689, en el combate, Plu.2.452b.
II adv. -ῶς
1 por inspiración divina γράφειν ἐ. καὶ μεθ' ὁρμῆς Hp.Ep.17.3, παράφρων ἀποφθέγγεται πολλά τινα ἐ. Phleg.36.3.
2 frenéticamente, con agitación, desenfrenadamente ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τόπου ἐ. ὁρμᾶν Sch.Er.Il.2.780 (p.168), ἐ. ἐφέρετο Sch.A.R.4.1442a, ἐ. κινουμένου Hsch., cf. Phot.μ 38.
German (Pape)
[Seite 843] ες, begeistert, schwärmerisch, φοραί Plut. Pyrrh. 12, oft, u. Sp. – Adv., Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
saisi d'un transport divin, inspiré.
Étymologie: ἔνθεος, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθουσιώδης: -ες, κατεχόμενος ὑπὸ ἐνθουσιασμοῦ, πλήρης ἐνθουσιασμοῦ, Πλουτ. Λυκ. 21, Πύρρ. 12, κτλ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. 1280. 26.
Greek Monolingual
-ες (AM ἐνθουσιώδης, -ες) ενθουσιάζω
1. ο γεμάτος ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές του πλήθους»)
2. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («ενθουσιώδης νεολαία, άνθρωπος, τύπος» κ.λπ.)
3. αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό.
επίρρ...
ενθουσιωδώς
με τρόπο ενθουσιώδη, με ενθουσιασμό.
Greek Monotonic
ἐνθουσιώδης: -ες (ἐνθουσιάω, εἶδος), αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, περιχαρής, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθουσιώδης: восторженный или исступленный (ἐνθουσιώδεις καὶ μανικαὶ φοραί Plut.).
Middle Liddell
ἐνθουσιώδης, ες ἐνθουσιάω, εἶδος
possessed, Plut.