ἐνσκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0852.png Seite 852]] (s. [[σκέλλω]]), eintrocknen, eindörren, von der Sonne, μή τι ἐνισκήλῃ νεαρὸν [[σκίναρ]], Nic. Tb. 694. – Med. u. perf. act., eintrocknen, steif u. hart werden, Hippocr. u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1251; übertr., ἐνεσκληκὼς ἀνίαις Asclpds. 13 (XII, 166).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0852.png Seite 852]] (s. [[σκέλλω]]), eintrocknen, eindörren, von der Sonne, μή τι ἐνισκήλῃ νεαρὸν [[σκίναρ]], Nic. Tb. 694. – Med. u. perf. act., eintrocknen, steif u. hart werden, Hippocr. u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1251; übertr., ἐνεσκληκὼς ἀνίαις Asclpds. 13 (XII, 166).
}}
{{bailly
|btext=être endurci à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[σκέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνσκέλλω''': καὶ ποιητ. [[ἐνισκέλλω]], [[ξηραίνω]], περὶ τοῦ ἡλίου, μή τι ἐνισκείλῃ νεαρὸν [[σκίναρ]] Νικ. Θηρ. 694. - Παθ. μετὰ ἐνεργ. πρκμ. ἐνέσκληκα, ξηραίνομαι, ὁκόσον ἐν αὐτῷ ἔνι φλέγματος, τοῦτο ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκέ τε καὶ ὀδύνην παρέχει Ἱππ. 459. 45, Ἀπόλλ. Ρόδ. Γ. 1251· ἐνεσκληκώς γὰρ ἀνίαις Ἀνθ. Π. 12. 166.
|lstext='''ἐνσκέλλω''': καὶ ποιητ. [[ἐνισκέλλω]], [[ξηραίνω]], περὶ τοῦ ἡλίου, μή τι ἐνισκείλῃ νεαρὸν [[σκίναρ]] Νικ. Θηρ. 694. - Παθ. μετὰ ἐνεργ. πρκμ. ἐνέσκληκα, ξηραίνομαι, ὁκόσον ἐν αὐτῷ ἔνι φλέγματος, τοῦτο ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκέ τε καὶ ὀδύνην παρέχει Ἱππ. 459. 45, Ἀπόλλ. Ρόδ. Γ. 1251· ἐνεσκληκώς γὰρ ἀνίαις Ἀνθ. Π. 12. 166.
}}
{{bailly
|btext=être endurci à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[σκέλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσκέλλω Medium diacritics: ἐνσκέλλω Low diacritics: ενσκέλλω Capitals: ΕΝΣΚΕΛΛΩ
Transliteration A: enskéllō Transliteration B: enskellō Transliteration C: enskello Beta Code: e)nske/llw

English (LSJ)

Ep.ἐνισκ-, dry or wither up, μή τοι ένισκήλη . . Nic.Th. 694:—Pass., with pf. Act. ἐνέσκληκα, to be dry, withered, Hp.Morb. 1.28; ἐνεσκληκὼς γὰρ ἀνίαις AP12.166 (Asclep.): also of timber, to be dry, seasoned, A.R.3.1251.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἐνισκ- Nic.Th.694
I secar μή τοι ἐνισκήλῃ ... σκίναρ para que no seque el cuerpo el sol, Nic.l.c.
II intr., en perf.
1 medic. estar seco, endurecido τοῦτο (φλέγμα καὶ χολή) ὑπὸ τῆς ξηρασίης ἐνέσκληκε Hp.Morb.1.28, cf. Aff.21, fig. de pers. ἐνεσκληκὼς γὰρ ἀνίαις AP 12.166 (Asclep.).
2 estar rígido o fijo en c. dat. δόρυ ... ἀαγὲς κρατερῇσιν ἐνεσκλήκει παλάμῃσιν la lanza irrompible estaba rígida en sus fuertes manos A.R.3.1251, fig. τοίη οἱ βούβρωστις ἐνέσκληκεν γενύεσσι tal es el hambre devoradora que reside en sus mandíbulas de un tipo de escorpión, Nic.Th.785.

German (Pape)

[Seite 852] (s. σκέλλω), eintrocknen, eindörren, von der Sonne, μή τι ἐνισκήλῃ νεαρὸν σκίναρ, Nic. Tb. 694. – Med. u. perf. act., eintrocknen, steif u. hart werden, Hippocr. u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1251; übertr., ἐνεσκληκὼς ἀνίαις Asclpds. 13 (XII, 166).

French (Bailly abrégé)

être endurci à, τινι.
Étymologie: ἐν, σκέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσκέλλω: καὶ ποιητ. ἐνισκέλλω, ξηραίνω, περὶ τοῦ ἡλίου, μή τι ἐνισκείλῃ νεαρὸν σκίναρ Νικ. Θηρ. 694. - Παθ. μετὰ ἐνεργ. πρκμ. ἐνέσκληκα, ξηραίνομαι, ὁκόσον ἐν αὐτῷ ἔνι φλέγματος, τοῦτο ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκέ τε καὶ ὀδύνην παρέχει Ἱππ. 459. 45, Ἀπόλλ. Ρόδ. Γ. 1251· ἐνεσκληκώς γὰρ ἀνίαις Ἀνθ. Π. 12. 166.

Greek Monolingual

ἐνσκέλλω, επικ. τ. ἐνισκέλλω (Α) σκέλλω
ξηραίνω («τοῦτο [τὸ φλέγμα] ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκε», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

ἐνσκέλλω: παρακ. ἐνέσκληκα, αποξηραίνω, μαραίνω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνσκέλλω: высыхать: ἐνεσκληκῶς ἀνίαις Anth. иссохший от забот.

Middle Liddell

perf. ἐνέσκληκα
to be dry, withered, Anth.