ἐκκωφέω: Difference between revisions
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. med. perf. 3<sup>a</sup> plu. ἐκκεκωφέαται Anacr.79.2]<br /><b class="num">1</b> [[dejar sordo]] fig. cóm. τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.<i>Eq</i>.312, ref. una reiteración incesante ἐκκεκώφηκας ἡμῶν τὰ ὦτα καὶ ἐμπέπληκας τοῦ Λυσίου Aristaenet.1.24.13.<br /><b class="num">2</b> [[aturdir]] τοσοῦτον ἡ λύπη με τῆς συμφορᾶς ἐξεκώφησε a tal extremo me aturdió el pesar por mi desgracia</i> Ach.Tat.3.17.2, en v. pas. αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.l.c., fig. ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη; ¿es que ante la belleza se han embotado las espadas?</i> E.<i>Or</i>.1288.<br /><b class="num">3</b> en perf. v. med. [[quedarse sordo]], irón. por [[desentenderse]] ἐξεκεκώφητο τὸ κάθαρμα el maldito se ha quedado sordo</i> Synes.<i>Ep</i>.5 (p.14). | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. med. perf. 3<sup>a</sup> plu. ἐκκεκωφέαται Anacr.79.2]<br /><b class="num">1</b> [[dejar sordo]] fig. cóm. τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.<i>Eq</i>.312, ref. una reiteración incesante ἐκκεκώφηκας ἡμῶν τὰ ὦτα καὶ ἐμπέπληκας τοῦ Λυσίου Aristaenet.1.24.13.<br /><b class="num">2</b> [[aturdir]] τοσοῦτον ἡ λύπη με τῆς συμφορᾶς ἐξεκώφησε a tal extremo me aturdió el pesar por mi desgracia</i> Ach.Tat.3.17.2, en v. pas. αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.l.c., fig. ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη; ¿es que ante la belleza se han embotado las espadas?</i> E.<i>Or</i>.1288.<br /><b class="num">3</b> en perf. v. med. [[quedarse sordo]], irón. por [[desentenderse]] ἐξεκεκώφητο τὸ κάθαρμα el maldito se ha quedado sordo</i> Synes.<i>Ep</i>.5 (p.14). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> assourdir ; <i>fig. (au Pass.)</i> être hébété, frappé de stupeur;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être sourd.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἐκκωφόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκωφέω''': τῷ ἑπομ., τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν, «ἐξεκούφανες τὰς Ἀθήνας μὲ τὰς φωνάς σου», Ἀριστοφ. Ἱππ. 312: - Παθ., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται, παρεζαλίσθησαν, Ἀνακρ. 81· ἐς τὸ [[κάλος]] ἐκκεκώφηται [[ξίφη]], ἐνώπιον τοῦ κάλλους ἀμβλύνονται τὰ [[ξίφη]], Εὐρ. Ὀρ. 1288, [[ἔνθα]] [[οὗτος]] ὁ [[τύπος]] προτιμᾶται τοῦ ἐκκεκώφωται ὑπό τοῦ Πόρσωνος, ἴδε ἐν τόπῳ (1279). | |lstext='''ἐκκωφέω''': τῷ ἑπομ., τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν, «ἐξεκούφανες τὰς Ἀθήνας μὲ τὰς φωνάς σου», Ἀριστοφ. Ἱππ. 312: - Παθ., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται, παρεζαλίσθησαν, Ἀνακρ. 81· ἐς τὸ [[κάλος]] ἐκκεκώφηται [[ξίφη]], ἐνώπιον τοῦ κάλλους ἀμβλύνονται τὰ [[ξίφη]], Εὐρ. Ὀρ. 1288, [[ἔνθα]] [[οὗτος]] ὁ [[τύπος]] προτιμᾶται τοῦ ἐκκεκώφωται ὑπό τοῦ Πόρσωνος, ἴδε ἐν τόπῳ (1279). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:00, 2 October 2022
English (LSJ)
deafen, stun, τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312: —Pass., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.81: metaph., ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη are blunted at the sight of.., E.Or.1288, cf. sq.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. med. perf. 3a plu. ἐκκεκωφέαται Anacr.79.2]
1 dejar sordo fig. cóm. τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312, ref. una reiteración incesante ἐκκεκώφηκας ἡμῶν τὰ ὦτα καὶ ἐμπέπληκας τοῦ Λυσίου Aristaenet.1.24.13.
2 aturdir τοσοῦτον ἡ λύπη με τῆς συμφορᾶς ἐξεκώφησε a tal extremo me aturdió el pesar por mi desgracia Ach.Tat.3.17.2, en v. pas. αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.l.c., fig. ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη; ¿es que ante la belleza se han embotado las espadas? E.Or.1288.
3 en perf. v. med. quedarse sordo, irón. por desentenderse ἐξεκεκώφητο τὸ κάθαρμα el maldito se ha quedado sordo Synes.Ep.5 (p.14).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tr. assourdir ; fig. (au Pass.) être hébété, frappé de stupeur;
2 intr. être sourd.
Étymologie: cf. ἐκκωφόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκωφέω: τῷ ἑπομ., τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν, «ἐξεκούφανες τὰς Ἀθήνας μὲ τὰς φωνάς σου», Ἀριστοφ. Ἱππ. 312: - Παθ., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται, παρεζαλίσθησαν, Ἀνακρ. 81· ἐς τὸ κάλος ἐκκεκώφηται ξίφη, ἐνώπιον τοῦ κάλλους ἀμβλύνονται τὰ ξίφη, Εὐρ. Ὀρ. 1288, ἔνθα οὗτος ὁ τύπος προτιμᾶται τοῦ ἐκκεκώφωται ὑπό τοῦ Πόρσωνος, ἴδε ἐν τόπῳ (1279).
Greek Monotonic
ἐκκωφέω: μέλ. -ήσω, ξεκουφαίνω, σε Αριστοφ. — Παθ., μεταφ., ἐκκεκώφηται ξίφη, τα ξίφη, τα σπαθιά στόμωσαν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκωφέω: и ἐκκωφόω только pf.
1) оглушать (τὰ ὦτά τινος Plat.): τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Arph. ты своим криком оглушил Афины; τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι Luc. ты оглох;
2) ошеломлять (φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.);
3) притуплять (εἰς τὸ κάλλος ἐκκεκώφωται ξίφη Eur.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to make quite deaf, Ar.:—Pass., metaph., ἐκκεκώφηται ξίφη swords are blunted, Eur.