ἐξορούω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)corou/w
|Beta Code=e)corou/w
|Definition=[[leap jorth]], Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν <span class="bibl">Il.3.325</span>; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν <span class="bibl">Od.10.47</span>.
|Definition=[[leap jorth]], Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν <span class="bibl">Il.3.325</span>; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν <span class="bibl">Od.10.47</span>.
}}
{{bailly
|btext=s'élancer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀρούω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξορούω''': ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ [[κλῆρος]] ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ [[ψῆφος]] [[ὀξέως]] ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442.
|lstext='''ἐξορούω''': ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ [[κλῆρος]] ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ [[ψῆφος]] [[ὀξέως]] ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442.
}}
{{bailly
|btext=s'élancer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀρούω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορούω Medium diacritics: ἐξορούω Low diacritics: εξορούω Capitals: ΕΞΟΡΟΥΩ
Transliteration A: exoroúō Transliteration B: exorouō Transliteration C: eksoroyo Beta Code: e)corou/w

English (LSJ)

leap jorth, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν Od.10.47.

French (Bailly abrégé)

s'élancer.
Étymologie: ἐξ, ὀρούω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορούω: ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ ψῆφος ὀξέως ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442.

Greek Monolingual

ἐξορούω (Α)
πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορούω «ορμώ βίαια, εφορμώ»].

Greek Monotonic

ἐξορούω: μέλ. -σω, ξεπηδώ, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορούω:
1) вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);
2) выскакивать, выпадать (Πάριος ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Hom.).

Middle Liddell

fut. σω
to leap forth, Hom.