ἠπιόδωρος: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1174.png Seite 1174]] milde Gaben gebend; [[μήτηρ]] Il. 6, 251, Schol. πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν; [[Κύπρις]] gtesichor. bei Schol. Eur. Or. 249; Μοῦσαι Opp. H. 4, 7; [[Ἀσκληπιός]] Orph. H. 67, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1174.png Seite 1174]] milde Gaben gebend; [[μήτηρ]] Il. 6, 251, Schol. πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν; [[Κύπρις]] gtesichor. bei Schol. Eur. Or. 249; Μοῦσαι Opp. H. 4, 7; [[Ἀσκληπιός]] Orph. H. 67, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux doux présents.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[δῶρον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠπιόδωρος''': -ον, ὁ διὰ δώρων καταπραΰνων, [[μήτηρ]], («πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν» Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 251· [[Κύπρις]] Στησίχ. 17· Μοῦσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 7, κτλ. | |lstext='''ἠπιόδωρος''': -ον, ὁ διὰ δώρων καταπραΰνων, [[μήτηρ]], («πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν» Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 251· [[Κύπρις]] Στησίχ. 17· Μοῦσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 7, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:16, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, soothing by gifts, bountiful, fond, μήτηρ Il.6.251; Κύπρις Stesich.26; Μοῦσαι Opp.H.4.7, etc.
German (Pape)
[Seite 1174] milde Gaben gebend; μήτηρ Il. 6, 251, Schol. πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν; Κύπρις gtesichor. bei Schol. Eur. Or. 249; Μοῦσαι Opp. H. 4, 7; Ἀσκληπιός Orph. H. 67, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doux présents.
Étymologie: ἤπιος, δῶρον.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόδωρος: -ον, ὁ διὰ δώρων καταπραΰνων, μήτηρ, («πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν» Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 251· Κύπρις Στησίχ. 17· Μοῦσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 7, κτλ.
English (Autenrieth)
kindly giving, bountiful, Il. 6.251†.
Greek Monolingual
ἠπιόδωρος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δωρος (< δώρον), πρβλ. ά-δωρος].
Greek Monotonic
ἠπιόδωρος: -ον (δῶρον), ευεργετικός, γενναιόδωρος, αυτός που εξευμενίζει μέσω δώρων, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἠπιόδωρος: ласково дарящий, любвеобильный (μήτηρ Hom.).