ἰχθυοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1276.png Seite 1276]] ές, fischartig; λεπίδος σιδηρέης ἰχθυοειδέος Her. 7, 61.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1276.png Seite 1276]] ές, fischartig; λεπίδος σιδηρέης ἰχθυοειδέος Her. 7, 61.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à un poisson.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰχθυοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] ἰχθύος, λεπίδος σιδηρέης ἰχθυοειδέος Ἠρόδ. 7. 61.
|lstext='''ἰχθυοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] ἰχθύος, λεπίδος σιδηρέης ἰχθυοειδέος Ἠρόδ. 7. 61.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à un poisson.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠοειδής Medium diacritics: ἰχθυοειδής Low diacritics: ιχθυοειδής Capitals: ΙΧΘΥΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ichthyoeidḗs Transliteration B: ichthyoeidēs Transliteration C: ichthyoeidis Beta Code: i)xquoeidh/s

English (LSJ)

ές, fish-like, λεπίς Hdt.7.61.

German (Pape)

[Seite 1276] ές, fischartig; λεπίδος σιδηρέης ἰχθυοειδέος Her. 7, 61.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à un poisson.
Étymologie: ἰχθύς, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ἰχθύος, λεπίδος σιδηρέης ἰχθυοειδέος Ἠρόδ. 7. 61.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰχθυοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα ή μορφή ψαριού, αυτός που μοιάζει με ψάρι («ιχθυοειδές σκάφος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -ειδής (< είδος)].

Greek Monotonic

ἰχθυοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα ψαριού, λεπίδος ἰχθυοειδέος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυοειδής: рыбообразный: λεπὶς ἰ. Her. чешуя, как у рыб.

Middle Liddell

ἰχθυο-ειδής, ές εἶδος
fish-like, of fishes, Hdt.