ὀδυνήφατος: Difference between revisions
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] schmerztödtend, schmerzstillend; ἐπὶ δὲ ῥίζαν [[βάλε]] πικρὴν ὀδυνήφατον, Il. 11, 847; φάρμακα, 5, 401. 900; sp. D., [[ἄλκαρ]] ἀνίης ὀδ., Nonn. D. 11, 361. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] schmerztödtend, schmerzstillend; ἐπὶ δὲ ῥίζαν [[βάλε]] πικρὴν ὀδυνήφατον, Il. 11, 847; φάρμακα, 5, 401. 900; sp. D., [[ἄλκαρ]] ἀνίης ὀδ., Nonn. D. 11, 361. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui supprime la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύνη]], [[πεφνεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδυνήφᾰτος''': -ον, ([[φένω]]) ὁ φονεύων, δηλ. καθησυχάζων, καταπραΰνων τὸν πόνον, ὀδυνήφατα φάρμακα [[πάσσων]] Ἰλ. Ε. 401, 900, πρβλ. Λ. 847. | |lstext='''ὀδυνήφᾰτος''': -ον, ([[φένω]]) ὁ φονεύων, δηλ. καθησυχάζων, καταπραΰνων τὸν πόνον, ὀδυνήφατα φάρμακα [[πάσσων]] Ἰλ. Ε. 401, 900, πρβλ. Λ. 847. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (θείνω) killing, i. e. stilling, pain, ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων Il.5.401,900, cf. 11.847, Orph.L.345, 753.
German (Pape)
[Seite 295] schmerztödtend, schmerzstillend; ἐπὶ δὲ ῥίζαν βάλε πικρὴν ὀδυνήφατον, Il. 11, 847; φάρμακα, 5, 401. 900; sp. D., ἄλκαρ ἀνίης ὀδ., Nonn. D. 11, 361.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui supprime la douleur.
Étymologie: ὀδύνη, πεφνεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδυνήφᾰτος: -ον, (φένω) ὁ φονεύων, δηλ. καθησυχάζων, καταπραΰνων τὸν πόνον, ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων Ἰλ. Ε. 401, 900, πρβλ. Λ. 847.
English (Autenrieth)
(φένω)· pain-killing, relieving pain. (Il.)
Greek Monolingual
ὀδυνήφατος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει την οδύνη, που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + -φατος (< φατός < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί-φατος, πυρί-φατος. Το σύνθετο αυτό είναι το μοναδικό όπου το β' συνθετικό έχει ενεργητική σημ.].
Greek Monotonic
ὀδῠνήφατος: -ον (πέφαται), γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του *φένω),· παυσίπονος, δηλ. αυτός που σκοτώνει, ηρεμεί τον πόνο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀδῠνήφᾰτος: унимающий боль, болеутоляющий (ῥίζα, φάρμακα Hom.).
Middle Liddell
ὀδῠνή-φᾰτος, ον, [πέφᾰται, 3rd sg. perf. pass. of *φένω
killing, i. e. stilling, pain, Il.