ὅρισμα: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] τό, die Gränze; Eur. oft, [[ἕως]] γῆς ὄρθ' ἔκειθ' ὁρίσματα, Hec. 16, πρὶν τὰ Τροίας εἰσβαλεῖν ὁρίσματα, Andr. 969, das Gebiet; – übh. Bestimmung, Plut. de sanit. tuend. im Anf. sagt χωρὶς γὰρ τὰ φιλοσόφων καὶ ἰατρῶν ὁρίσματα ὥςπερ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν, u. auch sonst wird das sprichwörtlich gewordene χωρὶς τὰ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα angeführt, die oft über die Gränzen stritten. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] τό, die Gränze; Eur. oft, [[ἕως]] γῆς ὄρθ' ἔκειθ' ὁρίσματα, Hec. 16, πρὶν τὰ Τροίας εἰσβαλεῖν ὁρίσματα, Andr. 969, das Gebiet; – übh. Bestimmung, Plut. de sanit. tuend. im Anf. sagt χωρὶς γὰρ τὰ φιλοσόφων καὶ ἰατρῶν ὁρίσματα ὥςπερ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν, u. auch sonst wird das sprichwörtlich gewordene χωρὶς τὰ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα angeführt, die oft über die Gränzen stritten. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />borne, frontière, limite ; territoire enfermé dans des limites, pays, contrée.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅρισμα''': Ἰων. οὔρ-, τό, ([[ὁρίζω]]) [[ὅριον]], σύνορον, Ἡρόδ. 2. 17˙ καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ ὅρια, ὁ αὐτ. 4. 45, Εὐρ. Ἑκάβ. 16˙ - [[ὅρισμα]] βαρβάρων, [[ἐναντίον]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ι. Α. 952˙ - παροιμ., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, ἐπὶ διαφιλονικουμένων ζητημάτων, Πλούτ. 2. 122C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὅρισμα]]˙ [[στήριγμα]]. ἢ ὅρος». | |lstext='''ὅρισμα''': Ἰων. οὔρ-, τό, ([[ὁρίζω]]) [[ὅριον]], σύνορον, Ἡρόδ. 2. 17˙ καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ ὅρια, ὁ αὐτ. 4. 45, Εὐρ. Ἑκάβ. 16˙ - [[ὅρισμα]] βαρβάρων, [[ἐναντίον]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ι. Α. 952˙ - παροιμ., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, ἐπὶ διαφιλονικουμένων ζητημάτων, Πλούτ. 2. 122C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὅρισμα]]˙ [[στήριγμα]]. ἢ ὅρος». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:00, 2 October 2022
English (LSJ)
Ion. οὔρ-, ατος, τό, (ὁρίζω) boundary, limit, Hdt.2.17: and in plural, like ὅρια 1, Id.4.45, E.Hec.16; ὅ. βαρβάρων against them, Id.IA952 : prov., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, of matters which should be kept apart, Trag.Adesp.560.
German (Pape)
[Seite 378] τό, die Gränze; Eur. oft, ἕως γῆς ὄρθ' ἔκειθ' ὁρίσματα, Hec. 16, πρὶν τὰ Τροίας εἰσβαλεῖν ὁρίσματα, Andr. 969, das Gebiet; – übh. Bestimmung, Plut. de sanit. tuend. im Anf. sagt χωρὶς γὰρ τὰ φιλοσόφων καὶ ἰατρῶν ὁρίσματα ὥςπερ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν, u. auch sonst wird das sprichwörtlich gewordene χωρὶς τὰ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα angeführt, die oft über die Gränzen stritten.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
borne, frontière, limite ; territoire enfermé dans des limites, pays, contrée.
Étymologie: ὁρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὅρισμα: Ἰων. οὔρ-, τό, (ὁρίζω) ὅριον, σύνορον, Ἡρόδ. 2. 17˙ καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ ὅρια, ὁ αὐτ. 4. 45, Εὐρ. Ἑκάβ. 16˙ - ὅρισμα βαρβάρων, ἐναντίον αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ι. Α. 952˙ - παροιμ., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, ἐπὶ διαφιλονικουμένων ζητημάτων, Πλούτ. 2. 122C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὅρισμα˙ στήριγμα. ἢ ὅρος».
Greek Monotonic
ὅρισμα: -ατος, Ιων. οὕρισμα, τό (ὁρίζω), σύνορο, όριο, και στον πληθ., σύνορα, συνοριακή γραμμή, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὅρισμα: ион. οὔρισμα, ατος τό (преимущ. pl.)
1) граница, рубеж, предел, Her., Eur.: Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα погов. Plut. границы мисийцев и фригийцев, т. е. предмет вечных споров;
2) pl. область, страна (τὰ Τροίας ὁρίσματα Eur.).
Middle Liddell
ὁρίζω
a boundary, limit, and in plural, boundaries, the borders, Hdt., Eur.