ὑποχρίω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(poxri/w
|Beta Code=u(poxri/w
|Definition=[ῑ], [[smear under]] or [[on]], [[besmear]], [[anoint]], τινί τι <span class="bibl">Hdt. 2.86</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>21</span>; [[paint]] another's [[face under the eyes]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.8.20</span>:—Med., [[paint oneself]], <b class="b3">ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς</b> (cf. [[ὑπογράφω]] v) ib.<span class="bibl">8.1.41</span>; [[anoint oneself slightly]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.3</span>.
|Definition=[ῑ], [[smear under]] or [[on]], [[besmear]], [[anoint]], τινί τι <span class="bibl">Hdt. 2.86</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>21</span>; [[paint]] another's [[face under the eyes]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.8.20</span>:—Med., [[paint oneself]], <b class="b3">ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς</b> (cf. [[ὑπογράφω]] v) ib.<span class="bibl">8.1.41</span>; [[anoint oneself slightly]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.3</span>.
}}
{{bailly
|btext=enduire par dessous ; <i>particul.</i> teindre <i>ou</i> farder le bord des yeux : τινα de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποχρίομαι se teindre <i>ou</i> se farder : τοὺς ὀφθαλμούς XÉN le bord des yeux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χρίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποχρίω''': [ῑ], [[χρίω]] [[ὑποκάτω]] ἢ ὀλίγον, Λατ. sublinere, τινί τι Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἀγμ. 765· τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 8. 20. ― Μέσ., καὶ ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς (πρβλ. [[ὑπογράφω]] V)... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοιντο ἢ εἰσὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 41· ἀλείφομαι ὀλίγον, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3.
|lstext='''ὑποχρίω''': [ῑ], [[χρίω]] [[ὑποκάτω]] ἢ ὀλίγον, Λατ. sublinere, τινί τι Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἀγμ. 765· τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 8. 20. ― Μέσ., καὶ ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς (πρβλ. [[ὑπογράφω]] V)... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοιντο ἢ εἰσὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 41· ἀλείφομαι ὀλίγον, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3.
}}
{{bailly
|btext=enduire par dessous ; <i>particul.</i> teindre <i>ou</i> farder le bord des yeux : τινα de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποχρίομαι se teindre <i>ou</i> se farder : τοὺς ὀφθαλμούς XÉN le bord des yeux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χρίω]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 18:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχρίω Medium diacritics: ὑποχρίω Low diacritics: υποχρίω Capitals: ΥΠΟΧΡΙΩ
Transliteration A: hypochríō Transliteration B: hypochriō Transliteration C: ypochrio Beta Code: u(poxri/w

English (LSJ)

[ῑ], smear under or on, besmear, anoint, τινί τι Hdt. 2.86, Hp.Fract.21; paint another's face under the eyes, X.Cyr.8.8.20:—Med., paint oneself, ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς (cf. ὑπογράφω v) ib.8.1.41; anoint oneself slightly, Aret.CD1.3.

French (Bailly abrégé)

enduire par dessous ; particul. teindre ou farder le bord des yeux : τινα de qqn;
Moy. ὑποχρίομαι se teindre ou se farder : τοὺς ὀφθαλμούς XÉN le bord des yeux.
Étymologie: ὑπό, χρίω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχρίω: [ῑ], χρίω ὑποκάτω ἢ ὀλίγον, Λατ. sublinere, τινί τι Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἀγμ. 765· τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 8. 20. ― Μέσ., καὶ ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς (πρβλ. ὑπογράφω V)... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοιντο ἢ εἰσὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 41· ἀλείφομαι ὀλίγον, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3.

Spanish

ungir

Greek Monolingual

ΜΑ χρίω
αλείφω αποκάτω ή λίγο
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω τα κάτω από τους οφθαλμούς μέρη («ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοντο ἢ εἰσι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ὑποχρίω: [ῑ], αλείφω από κάτω ή επαλείφω, τί τινι, σε Ηρόδ.· ὑποχρίω τινί, βάφει το πρόσωπό του κάτω από τα μάτια, σε Ξεν. — Μέσ., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς, βάφω τα μάτια μου από κάτω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχρίω: смазывать, намазывать (τινί τι Her.): ὑ. τινί Xen. подмазывать кому-л. глаза; ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς Xen. подводить себе глаза.

Middle Liddell


to smear under or upon, τί τινι Hdt.; ὑπ. τινί to paint his face under the eyes, Xen.:—Mid., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to paint one's own eyes underneath, Xen.