δακτυλόδεικτος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />que l'on montre du doigt, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]], [[δείκνυμι]].
|btext=ος, ον :<br />que l'on montre du doigt, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]], [[δείκνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δακτῠλόδεικτος''': -ον, ὁ διὰ τοῦ δακτύλου δεικνυόμενος, τὸ Ὁμηρ. [[ἀριδείκετος]] (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου digito monstrari), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1332.
|elnltext=δακτυλόδεικτος -ον [δάκτυλος, δείκνυμι] met de vinger aangewezen, beroemd.
}}
{{elru
|elrutext='''δακτῠλόδεικτος:''' указываемый пальцами, т. е. известный, знаменитый Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δακτῠλόδεικτος:''' -ον ([[δείκνυμι]]), αυτός που υποδεικνύεται με το [[δάχτυλο]], δαχτυλοδειχτούμενος, διακεκριμένος, Λατ. digito [[monstratus]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δακτῠλόδεικτος:''' -ον ([[δείκνυμι]]), αυτός που υποδεικνύεται με το [[δάχτυλο]], δαχτυλοδειχτούμενος, διακεκριμένος, Λατ. digito [[monstratus]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δακτῠλόδεικτος:''' указываемый пальцами, т. е. известный, знаменитый Aesch.
|lstext='''δακτῠλόδεικτος''': -ον, ὁ διὰ τοῦ δακτύλου δεικνυόμενος, τὸ Ὁμηρ. [[ἀριδείκετος]] (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου digito monstrari), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1332.
}}
{{elnl
|elnltext=δακτυλόδεικτος -ον [δάκτυλος, δείκνυμι] met de vinger aangewezen, beroemd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δείκνυμι]]<br />[[pointed]] at with the [[finger]], Lat. digito [[monstratus]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[δείκνυμι]]<br />[[pointed]] at with the [[finger]], Lat. digito [[monstratus]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:01, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλόδεικτος Medium diacritics: δακτυλόδεικτος Low diacritics: δακτυλόδεικτος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: daktylódeiktos Transliteration B: daktylodeiktos Transliteration C: daktylodeiktos Beta Code: daktulo/deiktos

English (LSJ)

ον, pointed at with the finger, μέλαθρα A.Ag.1332 (lyr.), cf. PLond.ined.1821.

Spanish (DGE)

(δακτῠλόδεικτος) -ον
1 señalado con el dedo, famoso δακτυλοδείκτων δ' οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων de los señalados techos nadie lo aleja con su veto A.A.1332.
2 dedo que señala e.e. dedo índice, Gloss.Pap. en PRain.18.256.306 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 520] auf den man mit Fingern zeigt, berühmt; δακτυλοδεικτῶν (Conj. δακτυλόδεικτον) δ' οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων, was Lob. paralipp. 497 für das particip. nimmt, manum intentans, qui est gestus obnuentium, Aesch. Ag. 1305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on montre du doigt, célèbre.
Étymologie: δάκτυλος, δείκνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλόδεικτος -ον [δάκτυλος, δείκνυμι] met de vinger aangewezen, beroemd.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλόδεικτος: указываемый пальцами, т. е. известный, знаменитый Aesch.

Greek Monolingual

δακτυλόδεικτος, -ον (AM)
εκείνος τον οποίο δείχνουν με το δάχτυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -δεικτος < δείκνυμι.

Greek Monotonic

δακτῠλόδεικτος: -ον (δείκνυμι), αυτός που υποδεικνύεται με το δάχτυλο, δαχτυλοδειχτούμενος, διακεκριμένος, Λατ. digito monstratus, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλόδεικτος: -ον, ὁ διὰ τοῦ δακτύλου δεικνυόμενος, τὸ Ὁμηρ. ἀριδείκετος (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου digito monstrari), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1332.

Middle Liddell

δείκνυμι
pointed at with the finger, Lat. digito monstratus, Aesch.