γυναιμανής: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[γυναικομανής]].
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[γυναικομανής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γῠναιμᾰνής''': ές,= [[γυναικομανής]], Ἰλ. Γ. 39, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 15. 14. Παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γυναιμανέων, ὥς τις [[μετοχή]], Κ. Σμ. 1. 735.
|elnltext=γυναιμανής -ές [γυνή, μαίνομαι] gek op vrouwen, vrouwengek.
}}
{{elru
|elrutext='''γῠναιμᾰνής:''' Hom. = [[γυναικομανής]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''γῠναιμᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που έχει [[μανία]] με τις γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''γῠναιμᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που έχει [[μανία]] με τις γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γῠναιμᾰνής:''' Hom. = [[γυναικομανής]].
|lstext='''γῠναιμᾰνής''': ές,= [[γυναικομανής]], Ἰλ. Γ. 39, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 15. 14. Παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γυναιμανέων, ὥς τις [[μετοχή]], Κ. Σμ. 1. 735.
}}
{{elnl
|elnltext=γυναιμανής -ές [γυνή, μαίνομαι] gek op vrouwen, vrouwengek.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μαίνομαι]]<br />mad for women, Il.
|mdlsjtxt=[[μαίνομαι]]<br />mad for women, Il.
}}
}}

Revision as of 20:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναιμᾰνής Medium diacritics: γυναιμανής Low diacritics: γυναιμανής Capitals: ΓΥΝΑΙΜΑΝΗΣ
Transliteration A: gynaimanḗs Transliteration B: gynaimanēs Transliteration C: gynaimanis Beta Code: gunaimanh/s

English (LSJ)

ές, A = γυναικομανής, mad for women, Il.3.39, h.Bacch. 17, Ael.NA15.14, Q.S.1.726:—in late Ep. γῠναικο-μανέων, as if a part., ib. 735, Nonn.D.2.125, al. II making women mad, Hsch.

Spanish (DGE)

(γῠναιμᾰνής) -ές
• Alolema(s): γυνο- Sch.D.T.229.30; γυνα- Sch.D.T.l.c.
1 que enloquece por las mujeres, mujeriego, donjuán Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γ. Il.3.39, 13.769, οἰνόφλυγες καὶ πόρνοι καὶ γυναιμανεῖς D.Chr.32.91, φύσει ... ἔστι τὸ βάρβαρον γυναιμανές Charito 5.2.6, cf. Malch.Fr.8.23, Triph.613, Nonn.D.15.75, 42.314, 48.551, 774, de los orangutanes, Ael.NA 15.14
fig. ἦτορ Q.S.1.726, χεῖρες Nonn.D.15.288, cf. Hsch., Sch.D.T.l.c., 378.30.
2 que enloquece a las mujeres, seductor Dioniso h.Hom.1.17, cf. Euph.142.b.17v.G., Hsch.

German (Pape)

[Seite 511] = γυναικομανής, weibertoll, Hom. zweimal, Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά Iliad. 3, 39. 13, 769; – Sp., wie Qu. Sm. 1, 726 Ael. N. A. 15, 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. γυναικομανής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναιμανής -ές [γυνή, μαίνομαι] gek op vrouwen, vrouwengek.

Russian (Dvoretsky)

γῠναιμᾰνής: Hom. = γυναικομανής.

English (Autenrieth)

(μαίνομαι): womanmad; Paris, Il. 3.39. (Il.)

Greek Monolingual

γυναιμανής, -ές (Α)
ο γυναικομανής.

Greek Monotonic

γῠναιμᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει μανία με τις γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναιμᾰνής: ές,= γυναικομανής, Ἰλ. Γ. 39, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 15. 14. Παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γυναιμανέων, ὥς τις μετοχή, Κ. Σμ. 1. 735.

Middle Liddell

μαίνομαι
mad for women, Il.