διακολλάω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br />coller l'un contre l'autre ; λίθῳ διακεκολλημένος LUC formé de plaques de marbre reliées entre elles par du ciment.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κολλάω]].
|btext=-ῶ :<br />coller l'un contre l'autre ; λίθῳ διακεκολλημένος LUC formé de plaques de marbre reliées entre elles par du ciment.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κολλάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διᾰκολλάω''': συγκολλῶ, Λουκ. Ἀπαιδ. 16. -Παθ., λίθῳ διακεκολλημένος, κατεσκευασμένος διὰ λίθων συγκεκολλημένων διὰ κονίας, ὁ αὐτ. Ἱππ. 6.
|elnltext=δια-κολλάω aan elkaar lijmen:. λίθῳ διακεκολλημένος met marmer bekleed Luc. 3.6.
}}
{{elru
|elrutext='''διακολλάω:''' [[склеивать]] (τὰ βιβλία Luc.): λίθῳ διακεκολλημένος Luc. выложенный каменными плитами.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διᾰκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συγκολλώ]], σε Λουκ.
|lsmtext='''διᾰκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συγκολλώ]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διακολλάω:''' [[склеивать]] (τὰ βιβλία Luc.): λίθῳ διακεκολλημένος Luc. выложенный каменными плитами.
|lstext='''διᾰκολλάω''': συγκολλῶ, Λουκ. Ἀπαιδ. 16. -Παθ., λίθῳ διακεκολλημένος, κατεσκευασμένος διὰ λίθων συγκεκολλημένων διὰ κονίας, ὁ αὐτ. Ἱππ. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-κολλάω aan elkaar lijmen:. λίθῳ διακεκολλημένος met marmer bekleed Luc. 3.6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[glue]] [[together]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[glue]] [[together]], Luc.
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰκολλάω Medium diacritics: διακολλάω Low diacritics: διακολλάω Capitals: ΔΙΑΚΟΛΛΑΩ
Transliteration A: diakolláō Transliteration B: diakollaō Transliteration C: diakollao Beta Code: diakolla/w

English (LSJ)

glue together, Luc.Ind.16:—Pass., λίθῳ διακεκολλημένος formed of stones morticed together, Id.Hipp.6.

Spanish (DGE)

1 encolar, pegar τὰ βιβλία Luc.Ind.16
fig. poner seguido, unir de un centón διακολλῶν τὴν συμβολὴν τῶν ῥημάτων Gr.Nyss.Eun.2.128, cf. 3.5.24.
2 revestir con una decoración en v. pas. διάδρομος Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος un corredor revestido con mármol númida Luc.Hipp.6, cf. POxy.3473.12 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 582] verleimen, verkitten, διάδρομος λίθῳ διακεκολλημένος Luc. Hipp. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
coller l'un contre l'autre ; λίθῳ διακεκολλημένος LUC formé de plaques de marbre reliées entre elles par du ciment.
Étymologie: διά, κολλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κολλάω aan elkaar lijmen:. λίθῳ διακεκολλημένος met marmer bekleed Luc. 3.6.

Russian (Dvoretsky)

διακολλάω: склеивать (τὰ βιβλία Luc.): λίθῳ διακεκολλημένος Luc. выложенный каменными плитами.

Greek Monotonic

διᾰκολλάω: μέλ. -ήσω, συγκολλώ, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰκολλάω: συγκολλῶ, Λουκ. Ἀπαιδ. 16. -Παθ., λίθῳ διακεκολλημένος, κατεσκευασμένος διὰ λίθων συγκεκολλημένων διὰ κονίας, ὁ αὐτ. Ἱππ. 6.

Middle Liddell

fut. ήσω
to glue together, Luc.