δωροδοκία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ας (ἡ) :<br />corruption par des présents, vénalité.<br />'''Étymologie:''' [[δωροδόκος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />corruption par des présents, vénalité.<br />'''Étymologie:''' [[δωροδόκος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δωροδοκία''': ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. [[δῶρον]] Ι. 2.
|elnltext=δωροδοκία -ας, ἡ [δωροδόκος] acceptatie van smeergeld, corruptie.
}}
{{elru
|elrutext='''δωροδοκία:''' ἡ тж. pl. получение взяток, мздоимство, подкупность Lys., Aeschin., Polyb., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δωροδοκία:''' ἡ, [[αποδοχή]] δώρων ως [[εξαγορά]], [[δεκτικότητα]] προς τη [[δωροδοκία]], σε Ρήτ.
|lsmtext='''δωροδοκία:''' ἡ, [[αποδοχή]] δώρων ως [[εξαγορά]], [[δεκτικότητα]] προς τη [[δωροδοκία]], σε Ρήτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δωροδοκία:''' ἡ тж. pl. получение взяток, мздоимство, подкупность Lys., Aeschin., Polyb., Plut.
|lstext='''δωροδοκία''': ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. [[δῶρον]] Ι. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=δωροδοκία -ας, ἡ [δωροδόκος] acceptatie van smeergeld, corruptie.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροδοκία Medium diacritics: δωροδοκία Low diacritics: δωροδοκία Capitals: ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ
Transliteration A: dōrodokía Transliteration B: dōrodokia Transliteration C: dorodokia Beta Code: dwrodoki/a

English (LSJ)

ἡ, taking of bribes, freq. in Oratt., as And.4.30; δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Lys. 21.21; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aeschin.2.3: pl., ibid.; also, giving of bribes, corruption, in plural, D.C.39.55, 50.7.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 aceptación de un soborno, venalidad τῆς παρανομίας καὶ τῆς δωροδοκίας μάρτυρες And.4.30, μὴ καταγνῶναι δωροδοκίαν ἐμοῦ Lys.21.21, κατηγορεῖν δωροδοκίας acusar de venalidad Aeschin.2.3, cf. 3.149, δ. καὶ πλεονεξία Plu.2.27c, τὰς χεῖρας δωροδοκίας ἀπεχόμενας Thdt.Is.10.144, frec. c. gen. de pers. ἡ τῶν προεστώτων δ. Plb.5.43.6, Σκαύρου I.BI 1.132, cf. 297, δικαστῶν ... καὶ στρατοπέδων Plu.Cor.14
jur. acusación por aceptación de soborno Din.Fr.4b.1, 2.
2 hecho de sobornar, soborno τὸ τῆς δωροδοκίας μάθημα Theopomp.Hist.90, κατὰ τὴν Ἑλλάδα τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης Plb.18.34.7, cf. D.H.4.40, τὰς χώρας ἐνέπλησαν κακῶν ... δωροδοκίαις, ἁρπαγαῖς Ph.2.532, cf. D.C.39.55.1, 50.7.2.

German (Pape)

[Seite 695] ἡ, die Annahme eines Geschenkes, Bestechlichkeit; καταγνῶναί τινος Lys. 21, 21; Din. 2, 5; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aesch. 1, 3; Pol. 18, 7, 7 u. Sp. – Das Geben eines Geschenkes, VLL.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
corruption par des présents, vénalité.
Étymologie: δωροδόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωροδοκία -ας, ἡ [δωροδόκος] acceptatie van smeergeld, corruptie.

Russian (Dvoretsky)

δωροδοκία: ἡ тж. pl. получение взяток, мздоимство, подкупность Lys., Aeschin., Polyb., Plut.

Greek Monolingual

η (AM δωροδοκία)
1. αποδοχή δώρου για παράβαση καθήκοντος
2. διαφθορά με δώρα, δεκασμός.

Greek Monotonic

δωροδοκία: ἡ, αποδοχή δώρων ως εξαγορά, δεκτικότητα προς τη δωροδοκία, σε Ρήτ.

Greek (Liddell-Scott)

δωροδοκία: ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. δῶρον Ι. 2.

Middle Liddell

δωροδοκία, ἡ, [from δωροδοκέω
a taking of bribes, openness to bribery, Oratt.

English (Woodhouse)

bribery, acceptance of bribes, taking bribes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)