καθηλόω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />clouer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἡλόω]].
|btext=-ῶ :<br />clouer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἡλόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθηλόω''': καρφώνω τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι [[πρός]] τι Πλουτ. Ἀλέξ. 24· [[πρός]] τινι Διόδ. 20. 54· [[περί]] τι Ἀπολλόδ. 1. 9, 1. - Παθ., σανίσι καθηλωμένη, καρφωμένη μέ..., Πολύβ. 1. 22, 5· [[χάλκωμα]] συμμαχίας… ἐν Καπιτωλίῳ καθηλωθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 7.
|elnltext=καθ-ηλόω vastspijkeren, vasttimmeren (aan, tegen), met πρός + acc.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθηλόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пригвождать]], [[приколачивать]], [[прибивать]] (πρός и εἴς τι Plut.; πρός τινι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[сколачивать]]: σανίσι καθηλωμένος Polyb. сколоченный из досок.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καρφώνω]] πάνω σε, σε Πλούτ.
|lsmtext='''καθηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καρφώνω]] πάνω σε, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθηλόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пригвождать]], [[приколачивать]], [[прибивать]] (πρός и εἴς τι Plut.; πρός τινι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[сколачивать]]: σανίσι καθηλωμένος Polyb. сколоченный из досок.
|lstext='''καθηλόω''': καρφώνω τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι [[πρός]] τι Πλουτ. Ἀλέξ. 24· [[πρός]] τινι Διόδ. 20. 54· [[περί]] τι Ἀπολλόδ. 1. 9, 1. - Παθ., σανίσι καθηλωμένη, καρφωμένη μέ..., Πολύβ. 1. 22, 5· [[χάλκωμα]] συμμαχίας… ἐν Καπιτωλίῳ καθηλωθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 7.
}}
{{elnl
|elnltext=καθ-ηλόω vastspijkeren, vasttimmeren (aan, tegen), met πρός + acc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[nail]] on or to, Plut.
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[nail]] on or to, Plut.
}}
}}

Revision as of 20:22, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηλόω Medium diacritics: καθηλόω Low diacritics: καθηλόω Capitals: ΚΑΘΗΛΟΩ
Transliteration A: kathēlóō Transliteration B: kathēloō Transliteration C: kathiloo Beta Code: kaqhlo/w

English (LSJ)

or κατηλόω (cf. ἧλος), A nail on, παραβλήματα κατηλῶσαι IG22.1604.31 (iv B.C.); τι πρός τι Plu.Alex.24; περί τι Apollod.1.9.1, cf. IG22.463.79, 1668.57; οἷον κ. τὴν ψυχὴν πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν Porph. Abst.1.38:—Pass., κλῖμαξ σανίσι καθηλωμένη with boards nailed thereto, Plb.1.22.5, cf. Apollod.Poliorc.189.5; καθηλωθήσεται σύριγξι καμαρικαῖς Ath.Mech.36.5; λεπίδες καθηλωμέναι nailed on, D.S.20.91, cf. Orib.49.4.51; Χάλκωμα συμμαχίας… ἐν Καπετωλίῳ κατηλωθῆναι IG 12(3).173.7 (Astypalaea, ii B.C.). II by confusion of Hebr. sāmar 'bristled' with sāmar, imper. sèmōr 'nail thou', καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου LXXPs.118(119).120.

German (Pape)

[Seite 1284] annageln, festnageln; κλίμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καθηλωμένη Pol. 1, 22, 5; πρός τι, Plut. Alex. 24; πρός τινι, D. Sic. 20, 54.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
clouer.
Étymologie: κατά, ἡλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ηλόω vastspijkeren, vasttimmeren (aan, tegen), met πρός + acc.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθηλόω:
1) пригвождать, приколачивать, прибивать (πρός и εἴς τι Plut.; πρός τινι Diod.);
2) сколачивать: σανίσι καθηλωμένος Polyb. сколоченный из досок.

Greek Monotonic

καθηλόω: μέλ. -ώσω, καρφώνω πάνω σε, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καθηλόω: καρφώνω τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι πρός τι Πλουτ. Ἀλέξ. 24· πρός τινι Διόδ. 20. 54· περί τι Ἀπολλόδ. 1. 9, 1. - Παθ., σανίσι καθηλωμένη, καρφωμένη μέ..., Πολύβ. 1. 22, 5· χάλκωμα συμμαχίας… ἐν Καπιτωλίῳ καθηλωθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 7.

Middle Liddell

fut. ώσω
to nail on or to, Plut.