καλλίφλοξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 5: Line 5:
|btext=ογος (ὁ, ἡ)<br />à la flamme brillante ; à la flamme de bon augure.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[φλόξ]].
|btext=ογος (ὁ, ἡ)<br />à la flamme brillante ; à la flamme de bon augure.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[φλόξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καλλίφλοξ''': ὁ, ἡ, ἀναδίδων καλήν, εὐοίωνον φλόγα, [[πέλανος]] Εὐρ. Ἴων. 706.
|elnltext=καλλίφλοξ -φλογος [καλός, φλόξ] met mooie vlam.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίφλοξ:''' φλογος adj. охваченный ярким пламенем, ярко пылающий ([[πέλανος]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 14: Line 17:
|lsmtext='''καλλίφλοξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που καίγεται δίνοντας ευοίωνη, ευνοϊκή [[φλόγα]], ευνοϊκά σημάδια, σε Ευρ.
|lsmtext='''καλλίφλοξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που καίγεται δίνοντας ευοίωνη, ευνοϊκή [[φλόγα]], ευνοϊκά σημάδια, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καλλίφλοξ:''' φλογος adj. охваченный ярким пламенем, ярко пылающий ([[πέλανος]] Eur.).
|lstext='''καλλίφλοξ''': ὁ, ἡ, ἀναδίδων καλήν, εὐοίωνον φλόγα, [[πέλανος]] Εὐρ. Ἴων. 706.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλίφλοξ -φλογος [καλός, φλόξ] met mooie vlam.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[auspiciously]] [[burning]], Eur.
|mdlsjtxt=[[auspiciously]] [[burning]], Eur.
}}
}}

Revision as of 20:23, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 1311] ογος, schön flammend, πέλανος Eur. Ion 708.

French (Bailly abrégé)

ογος (ὁ, ἡ)
à la flamme brillante ; à la flamme de bon augure.
Étymologie: καλός, φλόξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίφλοξ -φλογος [καλός, φλόξ] met mooie vlam.

Russian (Dvoretsky)

καλλίφλοξ: φλογος adj. охваченный ярким пламенем, ярко пылающий (πέλανος Eur.).

Greek Monolingual

καλλίφλοξ, -ογος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αναδίδει ωραία φλόγα («θεοῖσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + φλόξ, φλογός.

Greek Monotonic

καλλίφλοξ: ὁ, ἡ, αυτός που καίγεται δίνοντας ευοίωνη, ευνοϊκή φλόγα, ευνοϊκά σημάδια, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίφλοξ: ὁ, ἡ, ἀναδίδων καλήν, εὐοίωνον φλόγα, πέλανος Εὐρ. Ἴων. 706.

Middle Liddell

auspiciously burning, Eur.