κανθήλιος: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[ὄνος]] <i>et sans</i> [[ὄνος]], âne qui porte des paniers suspendus au bât;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> âne bâté, sot, lourdaud.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]], cf. [[κανθήλια]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[ὄνος]] <i>et sans</i> [[ὄνος]], âne qui porte des paniers suspendus au bât;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> âne bâté, sot, lourdaud.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]], cf. [[κανθήλια]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κανθήλιος''': , = [[κάνθων]], [[εἶδος]] μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς [[ὄνος]], Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο [[κανθήλιος]] ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· [[ὄνος]] [[κανθήλιος]] Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., [[ὄνος]], [[βλάξ]] [[μωρός]], «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.
|elnltext=κανθήλιος -ου, ὁ [~ κάνθων] pakezel; ook adj.: κ. ὄνος pakezel; overdr. van pers.: φησί... ὑμᾶς... ὄνους κανθηλίους (het orakel) zegt dat jullie domme ezels zijn Luc. 21.31.
}}
{{elru
|elrutext='''κανθήλιος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> (тж. κ. [[ὄνος]] Xen., Plat., Luc.) вьючный осел Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> бран. [[осел]], [[глупец]] Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κανθήλιος:''' ὁ, = [[κάνθων]], είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη [[μεταφορά]] φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''κανθήλιος:''' ὁ, = [[κάνθων]], είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη [[μεταφορά]] φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κανθήλιος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> (тж. κ. [[ὄνος]] Xen., Plat., Luc.) вьючный осел Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> бран. [[осел]], [[глупец]] Luc.
|lstext='''κανθήλιος''': , = [[κάνθων]], [[εἶδος]] μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς [[ὄνος]], Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο [[κανθήλιος]] ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. [[ὄνος]] [[κανθήλιος]] Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., [[ὄνος]], [[βλάξ]] [[μωρός]], «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.
}}
{{elnl
|elnltext=κανθήλιος -ου, ὁ [~ κάνθων] pakezel; ook adj.: κ. ὄνος pakezel; overdr. van pers.: φησί... ὑμᾶς... ὄνους κανθηλίους (het orakel) zegt dat jullie domme ezels zijn Luc. 21.31.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθήλιος Medium diacritics: κανθήλιος Low diacritics: κανθήλιος Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΟΣ
Transliteration A: kanthḗlios Transliteration B: kanthēlios Transliteration C: kanthilios Beta Code: kanqh/lios

English (LSJ)

ὁ, pack-ass, Ar.Lys.290 (lyr.), Luc.Pseudol.3, POxy. 1733.4 (iii A.D.); ὄνος κ. Hermipp.9, X.Cyr.7.5.11, Pl.Smp.221e, etc.: metaph., ass, blockhead, Lysipp.7, Luc.JTr.31.

German (Pape)

[Seite 1321] ὁ (s. κάνθος), ein großer Lastesel; ὄνος Posidipp. bei Ath. X, 415 b; Plat. Gorg. 299 b Conv. 221 e; Xen. Cyr. 7, 5, 11; ὄνος Ar. Lys. 290; Luc. Pseudol. 3. – Übertr., ein Dummkopf, βραδὺς νοῆσαι Suid.; vgl. Luc. Iup. trag. 31.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 ὄνος et sans ὄνος, âne qui porte des paniers suspendus au bât;
2 fig. âne bâté, sot, lourdaud.
Étymologie: κάνης, cf. κανθήλια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανθήλιος -ου, ὁ [~ κάνθων] pakezel; ook adj.: κ. ὄνος pakezel; overdr. van pers.: φησί... ὑμᾶς... ὄνους κανθηλίους (het orakel) zegt dat jullie domme ezels zijn Luc. 21.31.

Russian (Dvoretsky)

κανθήλιος:
1) (тж. κ. ὄνος Xen., Plat., Luc.) вьючный осел Arph., Plat.;
2) бран. осел, глупец Luc.

Greek Monolingual

κανθήλιος, ὁ (Α) κανθήλιον
1. φορτηγὸς όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές
2. ως επίθ. μτφ. μωρός, βλάκας.

Greek Monotonic

κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη μεταφορά φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, εἶδος μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς ὄνος, Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο κανθήλιος ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· ὄνος κανθήλιος Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., ὄνος, βλάξ μωρός, «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.

Middle Liddell

κανθήλιος, ὁ, = κάνθων,]
a large sort of ass for carrying burdens, a pack-ass, Xen., Plat., etc.

English (Woodhouse)

pack ass

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)