καταισχυντήρ: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui déshonore, gén..<br />'''Étymologie:''' [[καταισχύνω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui déshonore, gén..<br />'''Étymologie:''' [[καταισχύνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταισχυντήρ''': ῆρος, ὁ, καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. [[αἰσχυντήρ]], δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.
|elnltext=καταισχυντήρ -ῆρος, ὁ [καταισχύνω] onteerder:. δόμων van het huis Aeschl. Ag. 1363.
}}
{{elru
|elrutext='''καταισχυντήρ:''' ῆρος ὁ осквернитель (δόμων Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταισχυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καταισχυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταισχυντήρ:''' ῆρος ὁ осквернитель (δόμων Aesch.).
|lstext='''καταισχυντήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. [[αἰσχυντήρ]], δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.
}}
{{elnl
|elnltext=καταισχυντήρ -ῆρος, ὁ [καταισχύνω] onteerder:. δόμων van het huis Aeschl. Ag. 1363.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατ-αισχυντήρ, ῆρος,<br />a [[dishonourer]], Aesch.
|mdlsjtxt=κατ-αισχυντήρ, ῆρος,<br />a [[dishonourer]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:33, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταισχυντήρ Medium diacritics: καταισχυντήρ Low diacritics: καταισχυντήρ Capitals: ΚΑΤΑΙΣΧΥΝΤΗΡ
Transliteration A: kataischyntḗr Transliteration B: kataischyntēr Transliteration C: kataischyntir Beta Code: kataisxunth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, dishonourer, δόμων A.Ag.1363.

German (Pape)

[Seite 1351] ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Entehrende, δόμων Aesch. Ag. 1336.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui déshonore, gén..
Étymologie: καταισχύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταισχυντήρ -ῆρος, ὁ [καταισχύνω] onteerder:. δόμων van het huis Aeschl. Ag. 1363.

Russian (Dvoretsky)

καταισχυντήρ: ῆρος ὁ осквернитель (δόμων Aesch.).

Greek Monolingual

καταισχυντήρ, ὁ (Α) καταισχύνω
αυτός που βρίζει, που ατιμάζει.

Greek Monotonic

καταισχυντήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

καταισχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. αἰσχυντήρ, δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.

Middle Liddell

κατ-αισχυντήρ, ῆρος,
a dishonourer, Aesch.